Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2013

Ο βίος αβίωτος

Ένας κανένας

Στριμωχτήκαμε στην κοιλιά μιας νταλίκας. Διπλωμένοι στα δυο, σαν έμβρυα – με δυσκολία ανάσαινες, πόσο μάλλον να κουνηθείς. Ένας Δούρειος Ίππος που έδωσε τέλος στον πόλεμο – για μας τουλάχιστον. Όσο ξεμακραίναμε, μέρα τη μέρα, χιλιόμετρο το χιλιόμετρο, ο πόνος, ο φόβος και το αίμα έμοιαζαν με κακό όνειρο ή μακρινή ανάμνηση – σαν να μην τα είχαμε ζήσει ποτέ. Ο άνθρωπος ξεχνάει άμα δεν θέλει να θυμάται. Κάποιοι –οι περισσότεροι– μπορούσαν ακόμα και να χαμογελάσουν.

Φτάσαμε νύχτα στην άκρη μιας έρημης πόλης. Μας παρέλαβε ένας αξύριστος, βρομερός χοντρός με ένα μάτι. Μας τσουβάλιασε σε μιαν αποθήκη. Νομίσαμε πως θα ήταν προσωρινό, αλλά την άλλη μέρα μας έστρωσε στη δουλειά – τάχα δεν ήταν αρκετά αυτά που ’χαμε δώσει ήδη. Πριν βγει η βδομάδα εξαφανίστηκαν δυο απ’ τους συντρόφους μας. Ο μονόφθαλμος δεν έδωσε εξηγήσεις. Καταλάβαμε.

Βρήκαμε ευκαιρία ένα βράδυ που ’ταν πιωμένος και το σκάσαμε. Πορευτήκαμε προς την ακτή. Βρήκαμε έναν γέρο ψαρά και του δώσαμε ό,τι είχαμε και δεν είχαμε να μας περάσει απέναντι. Μας είπε ότι θα ’βγαζε καιρό, αλλά φοβηθήκαμε μη μας προδώσει. Έτσι κι αλλιώς κανείς δεν ήθελε να περιμένει άλλο. Το ρίσκαρε κι εκείνος για να μη χάσει τα λεφτά.

Ήταν αργά τη νύχτα, στ’ ανοιχτά, όταν ακούστηκαν σειρήνες στο σκοτάδι κι έπειτα έπεσαν βροχή οι φωτοβολίδες. Ο γέρος τα χρειάστηκε – μας είπε να πηδήξουμε, να μη φοβόμαστε, θα μας μαζέψουν… Κάποιοι δεν ήξεραν κολύμπι, κρατιόντουσαν απ’ όπου έβρισκαν – κάνα δυο τους έσπρωξε ο γέρος με το ζόρι στο νερό… Τους κατάπιαν τα κύματα. Τους άλλους μας μαζέψαν. Μας δώσανε νερό και μια κουβέρτα να τυλιχτούμε.

Μας μετέφεραν σ’ ένα νησί. Μας πήγαν σ’ ένα παλιό σχολείο. Στοιβαγμένοι ο ένας πάνω στον άλλο. Μας ρωτούσαν από πού είχαμε έρθει και πού σκοπεύαμε να πάμε. Τι να τους πεις; Μας δώσαν τελικά ένα χαρτί που έλεγε ότι πρέπει να φύγουμε σ’ ένα μήνα – δεν είχαν, βλέπεις, χώρο για τους επόμενους.

Περιπλανήθηκα αρκετά. Ρακένδυτος. Πεινασμένος. Με τα πολλά, κατάφερα να φτάσω κάποτε στην πόλη. Εκεί συνάντησα κι άλλους απ’ την πατρίδα. Με βοηθήσαν. Έμεινα σε μια τρώγλη – είκοσι άντρες σε τριάντα τετραγωνικά, σαν τα φαντάσματα. Χρυσή την πληρώναμε. Ανάμεσά τους ήταν κι ένας πιο παλιός – είχε χρόνια εκεί. Με συμπάθησε, δεν ξέρω, μ’ έπιασε και μου είπε, το μυστικό είναι να μη σε βλέπουν, να μην υπάρχεις, μπορείς να το κάνεις; Του είπα μπορώ.

Έγινα αόρατος. Κανένας. Βρήκα ένα πόστο – έπλενα τζάμια στα φανάρια. Έβγαζα ίσα για να τρώω και να κοιμάμαι. Δεν είναι λίγο. Μια μέρα σταματάει ένα αμάξι, κατεβαίνει μια γυναίκα – όμορφη πολύ. Με ρώτησε αν χρειάζομαι κάτι. Της είπα ότι τα βγάζω πέρα. Μου ’δωσε μια διεύθυνση. Εκεί μπορούν να σε βοηθήσουν, είπε. Πήγα. Δίναν ρούχα και φαγητό. Ερχόταν κι ένας γιατρός πού και πού. Εκείνη έκανε μαθήματα. Αν θες να μείνεις, μου είπε, πρέπει να μάθεις τη γλώσσα. Θέλω, της είπα, αν και πιο πολύ πήγαινα γιατί μ’ άρεσε το πώς μύριζε: φούλι και βρεμένο χώμα, όπως ο κήπος έξω από το παράθυρο στο πατρικό μου. Ένας δυο απ’ τους δικούς μου αρχίσανε το δούλεμα – μουνί σού μυρίζει, σκέτο. Γουρούνια.

Πέρασε καιρός έτσι. Ώσπου με πιάνει μια μέρα ο παλιός και μου λέει: πρόσεχε, έχεις αρχίσει να φαίνεσαι! Δεν ξέρω πώς του ’ρθε. Ίσως τα ρούχα που μου ’χαν δώσει κι ότι τριγύριζα πιο πολύ έξω – δεν άντεχα την κλεισούρα και την μπόχα. Ο ένας απ’ τον κανένα δεν απέχουν μια ανάσα καν – έτσι μου ’πε. Δεν τον πίστεψα, αλλά είχε δίκιο.

Κάνα μήνα αργότερα, απογεματάκι, μπαίνω σ’ ένα χασάπικο να πάρω κρέας. Είχα σκοπό να τους μαγειρέψω, να φάμε μια φορά σαν άνθρωποι.  Κι όπως προσπαθούσα να εξηγήσω στο χασάπη τι θέλω –έκανε πως δεν καταλάβαινε τι του ’λεγα, του έδειχνα το μοσχάρι κι εκείνος έπιανε επίτηδες το χοιρινό δίπλα–, δεν πήρα χαμπάρι τι γινόταν έξω. Βγαίνοντας, βλέπω ανθρώπους να τρέχουν – πανικός. Κοιτάω απ’ τη μια – αστυνομία. Κάνω να φύγω απ’ την άλλη – κάτι θηρία με καδρόνια στα χέρια. Πάω τοίχο τοίχο με το κεφάλι κάτω, κάνω να στρίψω σ’ ένα στενό, κάποιος με είδε, ορμήσαν στο κατόπι μου σαν τα σκυλιά, με πιάσαν αυτοί με τα καδρόνια, με τσακίσανε. Θα με είχαν λιώσει, αλλά είδαν κάτι αστυνομικούς να ’ρχονται και μ’ άφησαν σ’ αυτούς.

Έτσι τη γλίτωσα! Μαζί με καμιά εκατοστή ακόμα μας βάλαν στις κλούβες και μας μαντρώσαν σ’ ένα παλιό στρατόπεδο. Θα μας στείλουν πίσω, λέει. Καθένας από κει που ’ρθε. Γλίτωσα;

Εκείνη η γυναίκα που μύριζε φούλι και βρεμένο χώμα μας είχε πει την ιστορία ενός ξακουστού αρχαίου βασιλιά που έκρυψε τους στρατιώτες του στην κοιλιά ενός ξύλινου αλόγου και κέρδισε τον πόλεμο χάρη στην πονηριά του, κι έπειτα βασανίστηκε για χρόνια, ωσότου να γυρίσει στην πατρίδα του. Καταλάβαινα τα μισά απ’ όσα έλεγε, αλλά η ιστορία μ’ άρεσε. Όχι τόσο που ήταν γενναίος και δυνατός και ξέφευγε απ’ τους κινδύνους με την καπατσοσύνη του, μα πιο πολύ που είχε κάποιους να τον περιμένουν και που το ’θελε τόσο να γυρίσει.


ΥΓ: Το κείμενο αυτό περιλήφθηκε στο πρόγραμμα για την παράσταση της Οδύσσειας του Μπομπ Γουίλσον στο Εθνικό Θέατρο. Η ανάρτησή του εδώ είναι αφιερωμένη στον αρχηγό της Ελληνικής Αστυνομίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου