Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2016

Δέντρα





















Όταν πρωτοχτίσανε το σπίτι, ο πατέρας φύτεψε σε μια γωνιά του οικοπέδου κηπευτικά: φασολάκια, ντομάτες, τέτοια… Καθώς δεν υπήρχε ακόμα μάντρα, μπαίνανε τα πρόβατα και του τα ’τρωγαν.

Είδε κι απόειδε, παράτησε τα κηπευτικά κι έβαλε ξινά, δυο λεμονιές και μια μανταρινιά, 
δίπλα στον μεσημβρινό τοίχο του σπιτιού, να τις προστατεύει απ’ το βοριά. 

Στο πίσω μέρος του οικοπέδου φύτεψε κλήματα – είκοσι ρίζες, δώδεκα ποικιλίες: μοσχάτο, ροδίτη, σουλτανίνα… Τα σκάλιζε, τα κλάδευε, τα θειάφιζε, έντυνε τα τσαμπιά με τούλι να μην του τα τρώνε τα σπουργίτια. 

Μπροστά μόνο είχε λουλούδια.




Δυο σινδόνιες και δυο λιμπούρνα, δεξιά κι αριστερά από τη μαρμάρινη, φτερωτή σκάλα της εισόδου, και κάμποσες τριανταφυλλιές, για ομορφιά. 



Αργότερα πρόσθεσε και δυο επιβλητικούς φοίνικες…



Μεγαλώνοντας, τον ρώτησα πώς και δεν είχε σκεφτεί ποτέ να φυτέψει κάνα δέντρο, να βγαίνουν όταν άνοιγε ο καιρός, να κάθονται στον ίσκιο του, να πίνουν τον καφέ τους… Κάτι πήγε να μουρμουρίσει, αλλά ήταν ολοφάνερο πως απάντηση δεν είχε να μου δώσει.


Μου πήρε χρόνια να καταλάβω πως στον κόσμο του και στον καιρό του προτεραιότητα είχε η απόδοση κι όχι η απόλαυση. 



ΥΓ: Η ιστοριούλα αυτή (μαζί με άλλες εξήντα τόσες) περιλαμβάνεται σε μια συλλογή μικροσκοπικών, αληθινών ιστοριών που θα εκδοθούν υπό τον γενικό τίτλο Γραφικός χαρακτήρας γύρω στο Πάσχα, από το Μεταίχμιο.