Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2014

Επιβάτες

 Επιβιβαστήκαμε εκόντες άκοντες. Ιδέα δεν είχαμε πού πηγαίναμε, αλλά τι νόημα είχε να περιμένουμε κι άλλο στη στάση; 

Ο οδηγός, βλοσυρός, έμοιαζε απορροφημένος από τα φτηνά λαϊκά που έπαιζε το ραδιοφωνάκι του. Δεν φαινόταν να μοιράζεται την αγωνία μας. Κοιτούσε μπροστά λες και ήξερε πολύ καλά πού πήγαινε και απλώς δεν έμπαινε στον κόπο να μας καθησυχάσει. Ούτε να ρίξει μια ματιά στον καθρέφτη - λες κι ήταν μόνος του.

Η πόλη, έξω, έρημη κι απειλητική. Σκιές ανθρώπων να γλιστρούν στα βρόμικα πεζοδρόμια, χωρίς να ξέρουν τι τους περιμένει πίσω απ' τη γωνία. Πουτάνες και πρεζάκια να περιμένουν -τι; ποιον;- μπροστά στα κατεβασμένα ρολά με εκείνα τα κίτρινα τσιρότα με τα κόκκινα γράμματα, τα πωλητήρια - πληγές που δεν λένε να επουλωθούν.

Οι επιβάτες λιγοστοί. Αποφεύγαμε να κοιταχτούμε, πόσο μάλλον να μιλήσουμε. Ακόμα κι όταν ο ένας έπιανε τον άλλον να κατεβάζει βιαστικά τα μάτια από τον πίνακα ανακοινώσεων - ακόμα και τότε... 

Τα ακατανόητα σύμβολα, φτιαγμένα από κόκκινες τελίτσες, να τρέχουν με μανία πάνω στο μαύρο φόντο και κανείς να μην ξέρει αν απειλούν ή αν υπόσχονται.

Θα φτάσουμε; Θα βρούμε τον δρόμο ανοιχτό; Θα προλάβουμε;

Και κάθε τόσο η πόρτα ν' ανοίγει και ν' ανεβαίνουν κι άλλοι. Εξίσου απελπισμένοι απ' την αναμονή. Εξίσου ανήσυχοι για την τόλμη τους ν' ανέβουν. Εξίσου καχύποπτοι και φοβισμένοι. 

Σε λίγο θα αντικρίσουν κι εκείνοι τους ακατανόητους χρησμούς και αυτομάτως θα αναζητήσουν ένα ανώδυνο αποκούμπι για το βλέμμα τους - τις μύτες των παπουτσιών τους, τις φευγαλέες βιτρίνες ή τη χιλιοδιαβασμένη πινακίδα με τις οδηγίες σε περίπτωση κινδύνου.

Θα υποκριθούν κι εκείνοι πως δεν χρειάζονται ενημέρωση για τη διαδρομή και τον τελικό προορισμό. Θα υποκριθούν κι εκείνοι πως το μυαλό τους δεν πάει σε ζοφερούς οιωνούς, παρά σε μια τυχαία βλάβη, σε μια στιγμιαία δυσλειτουργία τους συστήματος. 


ΥΓ: Τρίτη βράδυ στο "15", διασχίζοντας την Πατησίων. Ελεύθερος συνειρμός επιστημονικής φαντασίας πάνω στο "μεταφορικό" όχημα.

Τετάρτη 12 Φεβρουαρίου 2014

Olympiaδα

To Opel του θείου Μίμη ήταν σαράβαλο. Αυτό δεν τον εμπόδιζε τα καλοκαίρια να μας βάζει όλους στην καρότσα και να πηγαίνουμε στο Μάτι ή στο Κόκκινο Λιμανάκι για μπάνιο. Μπροστά έμπαιναν πάντα η μάνα και η θεία η Καλλιόπη. Ο πατέρας ανέβαινε πίσω, μαζί μας.
Για κάποιον ανεξήγητο λόγο κάναμε σαν τρελοί από χαρά, κάθε φορά που θα πηγαίναμε για μπάνιο με το πανάρχαιο Opel του θείου. Η διαδρομή ήταν σκέτο μαρτύριο. Η καρότσα βρομούσε ποδαρίλα και κάτω από την τέντα ήταν σαν μέσα σε θερμοκήπιο. Σαν να μην έφτανε αυτό, το Opel έκαιγε λάδια, με αποτέλεσμα να τσούζουν τα μάτια μας και να φτάνουμε στην παραλία μαστουρωμένοι.
Τελευταία φορά, έλεγε κάθε φορά ο πατέρας, αλλά υπήρξαν πολλές τελευταίες φορές – μέχρι που πήραμε δικό μας αυτοκίνητο και δεν ξανανεβήκαμε στην καρότσα του Opel.
Ο θείος Μίμης πούλησε τελικά το Opel στον άνθρωπο που του προμήθευε αυγά. Ο ίδιος αγόρασε ένα φορτηγάκι Volkswagen. Θυμάμαι ότι κοροϊδεύαμε τον αυγουλά που αγόρασε το κελεπούρι, αν και το είχε πάρει για ψίχουλα.
Εμείς μπορεί να τον κοροϊδεύαμε, αλλά ο αυγουλάς την έκανε τη δουλειά του και με το παραπάνω. Κάθε τόσο τον βλέπαμε να περνάει έξω απ’ το σπίτι με την καρότσα φορτωμένη καρτέλες.
Μια μέρα, εκεί που τρώγαμε, ακούστηκε ένας ανατριχιαστικός θόρυβος από τον δρόμο. Τρακάρανε πάλι, είπε ο πατέρας και σηκώθηκε να βγει έξω, να δει. Η διασταύρωση Σολωμού και Κουντουριωτών ήταν τότε σκέτη καρμανιόλα. Τρέξαμε κι εμείς αμέσως ξωπίσω του, εννοείται.
Λίγο πιο πάνω, μεσ’ στη μέση του δρόμου, ήταν το Opel Olympia του θείου Μίμη, κομμένο στα δυο. Δεν είχε τρακάρει. Ο αυγουλάς, αφηρημένος, δεν μπόρεσε ν’ αποφύγει μια λακκούβα και το σάπιο αμάξωμα δεν άντεξε – κόπηκε στα δυο, εκεί που ενωνόταν η καρότσα με την καμπίνα του οδηγού.
Και πολύ κράτησε, είπε ο πατέρας που είχε κοντέψει κάποτε να σκοτωθεί μ’ αυτό το Opel στην Εθνική.
Ύστερα μας φώναξε να βοηθήσουμε τον απαρηγόρητο αυγουλά να ξεφορτώσει τις καρτέλες με τα αυγά που είχαν μείνει σώα. Όταν τελειώσαμε μας έδωσε μια καρτέλα για τον κόπο μας.
Τι να τα κάνω τόσα αυγά, αναρωτήθηκε η μάνα όταν τα είδε.
Το βράδυ ήρθε ο θείος ο Μίμης κι έφερε λουκάνικα για την ομελέτα, και οι μεγάλοι ήπιαν κρασί, κι έλεγαν ιστορίες με το Opel. Δεν έχω δει πιο χαρούμενο μνημόσυνο.


ΥΓ: Ακόμα ένα Σουβενίρ από την Κόλαση.

Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2014

Τι είν’ η πατρίδα μας;


Υπάρχουν δύο ειδών Έλληνες: υπάρχουν εκείνοι που κάνουν τη δουλίτσα τους και εκείνοι που δουλεύουν.

Υπάρχουν εκείνοι που καίνε τα δάση κι εκείνοι που καίγονται.

Εκείνοι που χτίζουν στα καμένα κι εκείνοι που τρέχουν στις αναδασώσεις.

Υπάρχουν εκείνοι που καταθέτουν το περίσσευμά τους στις ελβετικές τράπεζες κι εκείνοι που καλούνται από το υστέρημά τους να πληρώσουν τα σπασμένα.

Εκείνοι που παρκάρουν όπου βρουν κι εκείνοι που αναζητούν απεγνωσμένα τρόπο να περάσουν ανάμεσα στα παρκαρισμένα.

Εκείνοι που γεμίζουν με σκυλόσκατα τα πεζοδρόμια κι εκείνοι που, με την τσίμπλα στο μάτι, κάνουν ζιγκ-ζαγκ στις νεραντζιές για να τα αποφύγουν.

Εκείνοι που κολυμπάνε ξέγνοιαστοι σε αδήλωτες πισίνες κι εκείνοι που κολυμπάνε στον ανασφάλιστο ιδρώτα τους.

Εκείνοι που αγοράζουν βίλες με τις μίζες –και με το αζημίωτο, μάλιστα- κι εκείνοι που ξεσπιτώνονται προκειμένου να καλυφθούν οι ζημιές.

Υπάρχουν εκείνοι που, αν και καταδικασμένοι, κυκλοφορούν ελεύθεροι κι εκείνοι που είναι καταδικασμένοι να παρακολουθούν ανήμποροι το στημένο παιχνίδι.

Υπάρχουν εκείνοι που μπαινοβγαίνουν απ’ τα παράθυρα των νόμων κι εκείνοι που, αν και ίσοι μπροστά στον νόμο, τρώνε πάντα πόρτα.

Υπάρχουν εκείνοι που προμηθεύουν το Δημόσιο καταληστεύοντάς το και εκείνοι που, αφού πλήρωσαν τις εισφορές τους, τώρα βλέπουν τις παροχές τους να περικόπτονται για να ξορκίσουν τα ελείμματα.

Ο κατάλογος μοιάζει ατελείωτος. Το χάσμα έχει βαθύνει τόσο που μοιάζει πλέον αγεφύρωτο.

Κυρίως επειδή ανάμεσά τους, εδώ και δεκαετίες, υπάρχει μια κυβέρνηση που, ανεξαρτήτως ιδεολογικής απόχρωσης, ανέχεται και συντηρεί –αν δεν εκτρέφει κιόλας- τους πρώτους, ενώ εκμεταλλεύεται συστηματικά τους δεύτερους.

Οι πρώτοι, προφανώς, θα κάνουν τα πάντα για να μην αλλάξει τίποτε.

Οι δεύτεροι δεν κάνουν σχεδόν τίποτε, αν και θα ήθελαν να αλλάξουν όλα.

Α, ναι –παραλίγο να το ξεχάσω...


Υπάρχουν εκείνοι που θέλουν να στείλουν κακήν κακώς όλους τους ξένους πίσω στην πατρίδα τους κι εκείνοι που νιώθουν μονίμως ξένοι μέσα στην ίδια τους τη χώρα.