Κυριακή 26 Ιουνίου 2016

Σενάρια (για γερά νεύρα)


Ήταν ο άνθρωπός σου. Έτσι πίστευες.

Μια μέρα, με την προσοχή σου στραμμένη αλλού, σου έμπηξε ένα μαχαίρι στην πλάτη.

Ίσως να το έστριψε και λίγο στην πληγή - αλλά γι' αυτό δεν είσαι σίγουρος.

Γύρισες έκπληκτος. "Αυτό έπρεπε να γίνει" σου είπε ήρεμα και αποφασιστικά.

Σε έθαψε με συνοπτικές διαδικασίες, υιοθετώντας το απαραίτητο περίλυπο ύφος που δεν άφησε ασυγκίνητο κανέναν.

Πριν προλάβεις να εγκατασταθείς στον άλλο κόσμο, σου ήρθε ο λογαριασμός για τα έξοδα της κηδείας.

Οι κοινοί φίλοι σε μελετάνε στα μνημόσυνα χωρίς όμως να ξέρουν ότι εσύ πληρώνεις τα κόλλυβα.




Πέμπτη 16 Ιουνίου 2016

Ανακύκλωση

Κάθε φορά που έπεφτα πάνω σε έναν από εκείνους με το κυνηγημένο βλέμμα που γυρνάν στους δρόμους της πόλης σέρνοντας καρότσια του σουπερμάρκετ, κρατώντας ένα σίδερο στα χέρια με το οποίο σκαλίζουν τα περιεχόμενα των μπλε κάδων, στεκόμουν και κοιτούσα άναυδος, αδυνατώντας να χωνέψω το γεγονός ότι άνθρωποι από σάρκα και οστά ζουν από αυτά που πετάω.
Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα ερχόταν ώρα που μ' ένα σίδερο στα χέρια θα βούταγα κι εγώ το κεφάλι στον κάδο της τελευταίας δεκαπενταετίας της ζωής μου αναζητώντας κάτι μικρό έστω που θα μπορούσε να ανακυκλωθεί.

Πέμπτη 31 Μαρτίου 2016

Οι "ταξιτζήδες" και ο ελληνικός κινηματογράφος


Ένα από τα αγιάτρευτα προβλήματα αυτής τη χώρας είναι οι «ταξιτζήδες».

ΠΡΟΣΟΧΗ: με τον όρο «ταξιτζήδες» δεν εννοώ εκείνους τους ανθρώπους που απλώς οδηγούν ταξί (ειλικρινά, λειώνει από τον πόνο η καρδιά μου κάθε φορά που βλέπω τις ουρές που σχηματίζονται πλέον στις πιάτσες). 

Με τον όρο «ταξιτζήδες» εννοώ εκείνους που, ενώ απλώς οδηγούν «ταξί», συμβαίνει να γνωρίζουν τα πάντα – από τις βαθύτερες αιτίες των άλυτων προβλημάτων ως και τις λύσεις τους –φυσικά–, λύσεις που είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο πως θα έφερναν απτά αποτελέσματα εντός εικοσιτετραώρου, αν υποθέσουμε ότι το κατεστημένο έδινε μια ευκαιρία στον «ταξιτζή»…

Δουλειά του κατεστημένου όμως είναι να μη δίνει ευκαιρίες, αυτό το ξέρει κάθε «ταξιτζής» που σέβεται τον εαυτό του (εδώ ξέρει τα πάντα, αυτό δεν θα ’ξερε).

Γι’ αυτό, όπως θα καταλάβατε, τα προβλήματα παραμένουν άλυτα και οι –πάσης φύσεως– «ταξιτζήδες» εξακολουθούν απλώς να οδηγούν ταξί.

Για τα περισσότερα από τα σοβαρά ζητήματα που ταλανίζουν τους πολίτες αυτής της χώρας δηλώνω αναρμόδιος έως άσχετος. Για το ασφαλιστικό, επί παραδείγματι, μπορώ να εκφέρω γενικόλογες μάλλον απόψεις, κυρίως για το πώς φτάσαμε ως εδώ και, συνήθως, μέσα από συγκεκριμένα παραδείγματι. Επ’ ουδενί όμως ισχυρίζομαι ότι μπορώ να συνεισφέρω στη λύση του. Τα ίδια και για το φορολογικό ή το προσφυγικό ή το ζήτημα των αδειών των τηλεοπτικών καναλιών.

Επιτρέψτε μου ωστόσο να νομίζω ότι ξέρω λίγο περισσότερα για ζητήματα όπως ο ελληνικός κινηματογράφος, ας πούμε.

Μετά από μια τέτοια βαρύγδουπη δήλωση δεν μπορεί παρά να ακολουθήσει ακόμα μία: ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα του ελληνικού κινηματογράφου είναι οι «ταξιτζήδες».

Θα εξηγηθώ: Κατ’ αρχάς, «ταξιτζήδες» θα συναντήσει κανείς ανάμεσα στους σκηνοθέτες, τους σεναριογράφους (ναι, ακόμα και ανάμεσα σε αυτούς τους ελάχιστους), τους ηθοποιούς και  πάει λέγοντας.

Περισσότερους «ταξιτζήδες» θα συναντήσει ανάμεσα σε εκείνους που διαχειρίζονται τα του ελληνικού κινηματογράφου από θεσμικά πόστα.

Αφορμή όμως γι’ αυτό το ξέσπασμα αποτελούν οι «ταξιτζήδες» που θα συναντήσει κανείς ανάμεσα σε εκείνους που απλώς γράφουν για τον ελληνικό κινηματογράφο.

Ένας απ’ αυτούς είδε το «Suntan» του Αργύρη Παπαδημητρόπουλου και αναφώνησε (μεταξύ άλλων): το πρόβλημα της ταινίας είναι το σενάριο και το πρόβλημα του σεναρίου είναι ότι δεν έχει τέλος.

Πρόκειται για ψέμα. Συνειδητό ή όχι δεν έχει καμιά σημασία.  Θα ήμουν διατεθειμένος, στη μνήμη του Βολταίρου, να κάτσω να συζητήσω με τις ώρες πιθανά και απίθανα σεναριακά προβλήματα της ταινίας – ασχολούμαι επαγγελματικά με το σενάριο περισσότερα από είκοσι πέντε χρόνια κι αυτό μου δίνει το δικαίωμα –νομίζω– αλλά και τη χαρά να μπαίνω σε τέτοιου είδους συζητήσεις.

Σε καμιά περίπτωση όμως δεν θα δεχόμουν να συζητήσω αν έχει ή δεν έχει τέλος η ταινία. Θα παρέπεμπα τον συνομιλητή μου στον Αριστοτέλη και την Ποιητική, όπου τόσο η αρχή όσο και το τέλος μιας δραματικής αφήγησης ορίζονται με απίστευτη καθαρότητα.

Το τέλος του «Suntan» είναι μια χαρά τέλος – κι αν δεν μπαίνω σε λεπτομέρειες είναι για να μη χαλάσω τη χαρά του μελλοντικού θεατή της ταινίας.

Ο εν λόγω «ταξιτζής», βέβαια, προφητεύει πως η ταινία δεν θα έχει θεατές (η αλήθεια είναι πως κάνει ό,τι μπορεί γι’ αυτό), αλλά εγώ νοιάζομαι και για τους λίγους που θα τολμήσουν να αμφισβητήσουν την αυθεντία του.

Συνήθως προσπερνώ τέτοιου είδους άστοχα και κακεντρεχή κείμενα. Σχολιάζοντάς τα το μόνο που καταφέρνεις είναι απλώς να πολλαπλασιάσεις την ηχώ τους.

Ο λόγος που το κάνω εδώ είναι διπλός:

Τυχαίνει να έχω δει το «Suntan» πριν διαβάσω το κείμενο –κάτι που δεν μου συμβαίνει συχνά– και θεωρώ πως πρόκειται για μια εξαιρετική ταινία από κάθε άποψη – και σεναριακή.

Ούτε αυτό θα ήταν αρκετό όμως.

Αυτό που με ώθησε να γράψω ετούτο το κείμενο είναι ότι προ ημερών έτυχε να διαβάσω τις απόψεις ενός ακόμα «ταξιτζή».

Ετούτος ο δεύτερος «ταξιτζής» κάνει μια σειρά από ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις για να καταλήξει πως το πρόβλημα του ελληνικού κινηματογράφου είναι η παιδεία. Παιδεία που λείπει από τους κινηματογραφιστές, παιδεία, όμως, που δεν διαθέτουν ούτε οι θεατές…

Ήμουν έτοιμος να πανηγυρίσω που κάποιος, επιτέλους, αποφάσισε να μη χαριστεί στον περιούσιο λαό, αλλά το μάτι μου είχε κολλήσει σε δύο φράσεις. Τις παραθέτω αυτούσιες:
  • Αυτό που εννοούν … είναι ότι χρειάζεται να βοηθηθούν μέσα απ’ τη δημιουργία μιας στιβαρής δομής, στην οποία θα (αλληλο)εκπαιδεύονται για να κάνουν καλύτερες ταινίες. Εμπορικότερες, λαϊκότερες, διαφορετικότερες, απλούστερες ή περιπλοκότερες, ελληνικότερες ή διεθνότερες ταινίες, ό,τι μπορεί να σημαίνει το «καλύτερες» για τον καθένα.
Σημ: το «διεθνότερες» το υπογράμμισα εγώ.

  • Ακόμη κι αν οι Έλληνες κινηματογραφιστές αρχίσουν ξαφνικά να κάνουν μοναχά αριστουργήματα, θα αρχίσουν ξαφνικά οι Έλληνες θεατές να πηγαίνουν μόνο στο ελληνικό σινεμά; … Κινηματογραφική παιδεία δεν είναι οι Έλληνες να κάνουν καλύτερο σινεμά (που είναι βεβαίως θεμιτό, αλλά αποτελεί εκπαίδευση κι όχι παιδεία). Κινηματογραφική παιδεία είναι οι Έλληνες να βλέπουν περισσότερο σινεμά.
Σημ: η υπογράμμιση κι εδώ είναι δική μου, 
αν και το συγκεκριμένο απόσπασμα χρησιμοποιείται 
ως ενδιάμεσος τίτλος στο συγκεκριμένο άρθρο.


Τα δύο δημοσιεύματα με ανάγκασαν να θυμηθώ πως το σοβαρότερο πρόβλημα αυτής της χώρας είναι οι «ταξιτζήδες». 

Εκείνοι οι παντογνώστες εξυπνάκηδες που μας κουνάν  το δάχτυλο και μας βάζουν στη θέση μας.

Εκείνοι που δεν βλέπουν το τέλος της ταινίας, αλλά, ταυτοχρόνως, δεν βλέπουν ότι τέλος δεν έχει και η άγνοιά τους.

Εκείνοι που θεωρούν ότι έχουν δικαίωμα να μιλούν για παιδεία που θα φέρει «διεθνότερες» ταινίες.

Εκείνοι που θεωρούν ότι θα βάλουν σε τάξη τον ελληνικό κινηματογράφο, ενώ είναι ολοφάνερο πως δεν μπορούν να συντάξουν μια πρόταση.

Η δική μου πρόταση είναι η εξής:

Απλώς ας οδηγήσουμε ο καθένας το ταξί του με σύνεση και ταπεινότητα, με σεβασμό στον κώδικα οδικής κυκλοφορίας και τις υποδείξεις των τροχονόμων, για να αποφύγουμε τις αχρείαστες συγκρούσεις. 

Στο τέλος θα κληθούμε όλοι μας να πληρώσουμε τα σπασμένα…







Πέμπτη 17 Μαρτίου 2016

Η τελευταία λέξη


Λατρεύω εκείνους που γράφουν επί παντός του επιστητού στα κοινωνικά δίκτυα. 

Εκείνους που έχουν ταυτοχρόνως άποψη για το όνομα της Μακεδονίας και τα άνομα παιχνίδια της Τουρκίας, για τον αδικοχαμένο Bowie και τον αδικοχαμένο Παντελίδη, για το πρόβλημα με το Ασφαλιστικό και το πρόβλημα με το Μεταναστευτικό και, φυσικά, για τις δηλώσεις του Γκλέτσου, του Μουζάλα, του Καμμένου, ενώ δεν θα παραλείψουν να σχολιάσουν και την τελευταία ταινία του Παπακαλιάτη.

Τους λατρεύω επειδή δεν μασάνε τα λόγια τους.

Κυρίως όμως επειδή στην κατακλείδα των κειμένων τους φιγουράρει σχεδόν απαρεγκλίτως η έκφραση: "Αυτά τα ολίγα" ακολουθούμενη από ένα "Την καλημέρα μου" ή "Την καληνύχτα μου", "Την αγάπη μου" ή "Τα σέβη μου"...

Εν ολίγοις, λατρεύω εκείνους που μιλούν διατηρώντας εδραία την πεποίθηση πως έχουν πει την τελευταία λέξη. 

Νομίζω δε πως ο μεγάλος αριθμός όσων προτιμούν αυτόν τον επίλογο-ταφόπλακα καταδεικνύει το πρόβλημα με την ποιότητα του διαλόγου στη χώρα. 

Αυτά τα ολίγα. Την απελπισία μου...



Σάββατο 5 Μαρτίου 2016

Οικογενειακή φωτογραφία



Εκτός από την αγάπη του για τη φωτογραφία, ο πατέρας μού κληροδότησε και τη φωτογραφική του μηχανή, μια παμπάλαιη ρώσικη Ζόρκι που, στα τελευταία της, μετά από ένα γερό πέσιμο και μια άτσαλη επισκευή, έκοβε λίγο κεφάλια. Έπρεπε να καδράρεις προσεκτικά, αφήνοντας λίγο αέρα προς τα πάνω – τίποτε φοβερό, δηλαδή.
Κάμποσα χρόνια αργότερα, μου χάρισε μια υπέροχη Nikon που την αγόρασε στην Αμερική, όταν στα γεράματά του αποφάσισε να επισκεφτεί τα ξενιτεμένα αδέρφια του. Την είχε φέρει κρυμμένη στις αποσκευές, για να γλιτώσει τον φόρο.
Λίγο πριν πεθάνει, στη γιορτή του, του χάρισα μια φωτογραφία του συνονόματου εγγονού του, τραβηγμένη με μια ψηφιακή Canon, διορθωμένη στο photoshop και τυπωμένη στον οικιακό εκτυπωτή. Ενθουσιάστηκε με τις δυνατότητες της σύγχρονης τεχνολογίας.
Λίγα χρόνια αργότερα, κάπως βιαστικά είναι η αλήθεια, αποπειράθηκα να συνεχίσω την παράδοση. Στα έκτα του μόλις γενέθλια, αγόρασα στον γιο μου μια φτηνή ψηφιακή Olympus. Δεν ενθουσιάστηκε. Ομολόγησε ντροπαλά πως θα προτιμούσε κάποιο άλλο παιχνίδι. Έβγαλε δυο τρεις φωτογραφίες και την παράτησε.

Μου πήρε μέρες να το χωνέψω, ώσπου συνειδητοποίησα πως αυτό συνέβη γιατί η μνήμη του ήταν ακόμα σχεδόν άγραφη. Όσο πιο βαθύ το παρελθόν τόσο μεγαλώνει η ανάγκη να κρατήσεις ζωντανά κομμάτια κι αποσπάσματα. 


ΥΓ:  H ιστοριούλα αυτή, μαζί με εξήντα τόσες ακόμα, περιλαμβάνεται στη συλλογή με τίτλο "Γραφικός χαρακτήρας", που θα κυκλοφορήσει από το Μεταίχμιο γύρω στον Μάϊο. Στη φωτογραφία η Ζόρκι του πατέρα - η "ζόρικη" όπως την αποκαλούσαμε.

Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2016

Δέντρα





















Όταν πρωτοχτίσανε το σπίτι, ο πατέρας φύτεψε σε μια γωνιά του οικοπέδου κηπευτικά: φασολάκια, ντομάτες, τέτοια… Καθώς δεν υπήρχε ακόμα μάντρα, μπαίνανε τα πρόβατα και του τα ’τρωγαν.

Είδε κι απόειδε, παράτησε τα κηπευτικά κι έβαλε ξινά, δυο λεμονιές και μια μανταρινιά, 
δίπλα στον μεσημβρινό τοίχο του σπιτιού, να τις προστατεύει απ’ το βοριά. 

Στο πίσω μέρος του οικοπέδου φύτεψε κλήματα – είκοσι ρίζες, δώδεκα ποικιλίες: μοσχάτο, ροδίτη, σουλτανίνα… Τα σκάλιζε, τα κλάδευε, τα θειάφιζε, έντυνε τα τσαμπιά με τούλι να μην του τα τρώνε τα σπουργίτια. 

Μπροστά μόνο είχε λουλούδια.




Δυο σινδόνιες και δυο λιμπούρνα, δεξιά κι αριστερά από τη μαρμάρινη, φτερωτή σκάλα της εισόδου, και κάμποσες τριανταφυλλιές, για ομορφιά. 



Αργότερα πρόσθεσε και δυο επιβλητικούς φοίνικες…



Μεγαλώνοντας, τον ρώτησα πώς και δεν είχε σκεφτεί ποτέ να φυτέψει κάνα δέντρο, να βγαίνουν όταν άνοιγε ο καιρός, να κάθονται στον ίσκιο του, να πίνουν τον καφέ τους… Κάτι πήγε να μουρμουρίσει, αλλά ήταν ολοφάνερο πως απάντηση δεν είχε να μου δώσει.


Μου πήρε χρόνια να καταλάβω πως στον κόσμο του και στον καιρό του προτεραιότητα είχε η απόδοση κι όχι η απόλαυση. 



ΥΓ: Η ιστοριούλα αυτή (μαζί με άλλες εξήντα τόσες) περιλαμβάνεται σε μια συλλογή μικροσκοπικών, αληθινών ιστοριών που θα εκδοθούν υπό τον γενικό τίτλο Γραφικός χαρακτήρας γύρω στο Πάσχα, από το Μεταίχμιο.