Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2013

Σουβενίρ


Η μάνα φύλαγε σ’ ένα παλιό πράσινο κουτί από το καλό πουκάμισο του πατέρα –αγορασμένο από του Σκούρα στην Αιόλου– τις ζωγραφιές του νηπιαγωγείου, τα τετράδια της πρώτης δημοτικού και τους ελέγχους μου με τα δεκάρια – της δευτέρας είχε και τόνο. Δεν έχανε ευκαιρία να τα δείχνει. Καμάρωνε για τα στρογγυλά μου γράμματα, τα κόκκινα «Εύγε!» της κ. Δημοπούλου και τα ατσαλάκωτα φύλλα.

Αναρωτιέμαι αν συνιστά ανταπόδοση ότι φυλάω τη στεφανιογραφία της στο ράφι με τα ντιβιντί.




ΥΓ: Το κείμενο αυτό είναι το πρώτο μιας σειράς μικροσκοπικών αυτοβιογραφικών ιστοριών που, όταν ολοκληρωθούν, θα στεγαστούν κάτω από τον γενικό τίτλο Σουβενίρ από την Κόλαση.

Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2013

Ο βίος αβίωτος

Ένας κανένας

Στριμωχτήκαμε στην κοιλιά μιας νταλίκας. Διπλωμένοι στα δυο, σαν έμβρυα – με δυσκολία ανάσαινες, πόσο μάλλον να κουνηθείς. Ένας Δούρειος Ίππος που έδωσε τέλος στον πόλεμο – για μας τουλάχιστον. Όσο ξεμακραίναμε, μέρα τη μέρα, χιλιόμετρο το χιλιόμετρο, ο πόνος, ο φόβος και το αίμα έμοιαζαν με κακό όνειρο ή μακρινή ανάμνηση – σαν να μην τα είχαμε ζήσει ποτέ. Ο άνθρωπος ξεχνάει άμα δεν θέλει να θυμάται. Κάποιοι –οι περισσότεροι– μπορούσαν ακόμα και να χαμογελάσουν.

Φτάσαμε νύχτα στην άκρη μιας έρημης πόλης. Μας παρέλαβε ένας αξύριστος, βρομερός χοντρός με ένα μάτι. Μας τσουβάλιασε σε μιαν αποθήκη. Νομίσαμε πως θα ήταν προσωρινό, αλλά την άλλη μέρα μας έστρωσε στη δουλειά – τάχα δεν ήταν αρκετά αυτά που ’χαμε δώσει ήδη. Πριν βγει η βδομάδα εξαφανίστηκαν δυο απ’ τους συντρόφους μας. Ο μονόφθαλμος δεν έδωσε εξηγήσεις. Καταλάβαμε.

Βρήκαμε ευκαιρία ένα βράδυ που ’ταν πιωμένος και το σκάσαμε. Πορευτήκαμε προς την ακτή. Βρήκαμε έναν γέρο ψαρά και του δώσαμε ό,τι είχαμε και δεν είχαμε να μας περάσει απέναντι. Μας είπε ότι θα ’βγαζε καιρό, αλλά φοβηθήκαμε μη μας προδώσει. Έτσι κι αλλιώς κανείς δεν ήθελε να περιμένει άλλο. Το ρίσκαρε κι εκείνος για να μη χάσει τα λεφτά.

Ήταν αργά τη νύχτα, στ’ ανοιχτά, όταν ακούστηκαν σειρήνες στο σκοτάδι κι έπειτα έπεσαν βροχή οι φωτοβολίδες. Ο γέρος τα χρειάστηκε – μας είπε να πηδήξουμε, να μη φοβόμαστε, θα μας μαζέψουν… Κάποιοι δεν ήξεραν κολύμπι, κρατιόντουσαν απ’ όπου έβρισκαν – κάνα δυο τους έσπρωξε ο γέρος με το ζόρι στο νερό… Τους κατάπιαν τα κύματα. Τους άλλους μας μαζέψαν. Μας δώσανε νερό και μια κουβέρτα να τυλιχτούμε.

Μας μετέφεραν σ’ ένα νησί. Μας πήγαν σ’ ένα παλιό σχολείο. Στοιβαγμένοι ο ένας πάνω στον άλλο. Μας ρωτούσαν από πού είχαμε έρθει και πού σκοπεύαμε να πάμε. Τι να τους πεις; Μας δώσαν τελικά ένα χαρτί που έλεγε ότι πρέπει να φύγουμε σ’ ένα μήνα – δεν είχαν, βλέπεις, χώρο για τους επόμενους.

Περιπλανήθηκα αρκετά. Ρακένδυτος. Πεινασμένος. Με τα πολλά, κατάφερα να φτάσω κάποτε στην πόλη. Εκεί συνάντησα κι άλλους απ’ την πατρίδα. Με βοηθήσαν. Έμεινα σε μια τρώγλη – είκοσι άντρες σε τριάντα τετραγωνικά, σαν τα φαντάσματα. Χρυσή την πληρώναμε. Ανάμεσά τους ήταν κι ένας πιο παλιός – είχε χρόνια εκεί. Με συμπάθησε, δεν ξέρω, μ’ έπιασε και μου είπε, το μυστικό είναι να μη σε βλέπουν, να μην υπάρχεις, μπορείς να το κάνεις; Του είπα μπορώ.

Έγινα αόρατος. Κανένας. Βρήκα ένα πόστο – έπλενα τζάμια στα φανάρια. Έβγαζα ίσα για να τρώω και να κοιμάμαι. Δεν είναι λίγο. Μια μέρα σταματάει ένα αμάξι, κατεβαίνει μια γυναίκα – όμορφη πολύ. Με ρώτησε αν χρειάζομαι κάτι. Της είπα ότι τα βγάζω πέρα. Μου ’δωσε μια διεύθυνση. Εκεί μπορούν να σε βοηθήσουν, είπε. Πήγα. Δίναν ρούχα και φαγητό. Ερχόταν κι ένας γιατρός πού και πού. Εκείνη έκανε μαθήματα. Αν θες να μείνεις, μου είπε, πρέπει να μάθεις τη γλώσσα. Θέλω, της είπα, αν και πιο πολύ πήγαινα γιατί μ’ άρεσε το πώς μύριζε: φούλι και βρεμένο χώμα, όπως ο κήπος έξω από το παράθυρο στο πατρικό μου. Ένας δυο απ’ τους δικούς μου αρχίσανε το δούλεμα – μουνί σού μυρίζει, σκέτο. Γουρούνια.

Πέρασε καιρός έτσι. Ώσπου με πιάνει μια μέρα ο παλιός και μου λέει: πρόσεχε, έχεις αρχίσει να φαίνεσαι! Δεν ξέρω πώς του ’ρθε. Ίσως τα ρούχα που μου ’χαν δώσει κι ότι τριγύριζα πιο πολύ έξω – δεν άντεχα την κλεισούρα και την μπόχα. Ο ένας απ’ τον κανένα δεν απέχουν μια ανάσα καν – έτσι μου ’πε. Δεν τον πίστεψα, αλλά είχε δίκιο.

Κάνα μήνα αργότερα, απογεματάκι, μπαίνω σ’ ένα χασάπικο να πάρω κρέας. Είχα σκοπό να τους μαγειρέψω, να φάμε μια φορά σαν άνθρωποι.  Κι όπως προσπαθούσα να εξηγήσω στο χασάπη τι θέλω –έκανε πως δεν καταλάβαινε τι του ’λεγα, του έδειχνα το μοσχάρι κι εκείνος έπιανε επίτηδες το χοιρινό δίπλα–, δεν πήρα χαμπάρι τι γινόταν έξω. Βγαίνοντας, βλέπω ανθρώπους να τρέχουν – πανικός. Κοιτάω απ’ τη μια – αστυνομία. Κάνω να φύγω απ’ την άλλη – κάτι θηρία με καδρόνια στα χέρια. Πάω τοίχο τοίχο με το κεφάλι κάτω, κάνω να στρίψω σ’ ένα στενό, κάποιος με είδε, ορμήσαν στο κατόπι μου σαν τα σκυλιά, με πιάσαν αυτοί με τα καδρόνια, με τσακίσανε. Θα με είχαν λιώσει, αλλά είδαν κάτι αστυνομικούς να ’ρχονται και μ’ άφησαν σ’ αυτούς.

Έτσι τη γλίτωσα! Μαζί με καμιά εκατοστή ακόμα μας βάλαν στις κλούβες και μας μαντρώσαν σ’ ένα παλιό στρατόπεδο. Θα μας στείλουν πίσω, λέει. Καθένας από κει που ’ρθε. Γλίτωσα;

Εκείνη η γυναίκα που μύριζε φούλι και βρεμένο χώμα μας είχε πει την ιστορία ενός ξακουστού αρχαίου βασιλιά που έκρυψε τους στρατιώτες του στην κοιλιά ενός ξύλινου αλόγου και κέρδισε τον πόλεμο χάρη στην πονηριά του, κι έπειτα βασανίστηκε για χρόνια, ωσότου να γυρίσει στην πατρίδα του. Καταλάβαινα τα μισά απ’ όσα έλεγε, αλλά η ιστορία μ’ άρεσε. Όχι τόσο που ήταν γενναίος και δυνατός και ξέφευγε απ’ τους κινδύνους με την καπατσοσύνη του, μα πιο πολύ που είχε κάποιους να τον περιμένουν και που το ’θελε τόσο να γυρίσει.


ΥΓ: Το κείμενο αυτό περιλήφθηκε στο πρόγραμμα για την παράσταση της Οδύσσειας του Μπομπ Γουίλσον στο Εθνικό Θέατρο. Η ανάρτησή του εδώ είναι αφιερωμένη στον αρχηγό της Ελληνικής Αστυνομίας.

Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου 2013

Τον Μιχάλη κι αν τον πλένεις το σαπούνι σου χαλάς

"...Υπάρχουν πολύ πιο δημοκρατικοί τρόποι για να χειραγωγεί κανείς. Οι εργολάβοι πίσω από τα ΜΜΕ κατέληξαν στην κοινοβουλευτική δημοκρατία κληρονομικού τύπου. Μη μου σηκώνετε τα φρύδια σας! Ξέρω τι λέω... Σε τρεις περιπτώσεις, από την ίδρυση του ελληνικού κράτους -που δεν απέχει δα και πολύ, ούτε δυο αιώνες-, πατέρας, γιος και εγγονός διετέλεσαν πρωθυπουργοί της χώρας. Γελάτε; Τώρα θα σας κοπεί το γέλιο! Υπήρξαν τέσσερις ακόμα περιπτώσεις, όπου πατέρας και γιος κατέλαβαν το ίδιο αξίωμα. Είδατε; Δεν γελάτε πια... Την ώρα που μιλάμε, στα έδρανα της Βουλής κάθονται κάνα δυο ακόμα τέκνα πρώην πρωθυπουργών, παρακολουθώντας ανυπόμονα τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων... Και δεν έβαλα στο λογαριασμό τον προηγούμενο πρωθυπουργό μας, που ήταν ανιψιός του Καραμανλή – θα τον έχετε ακουστά... Νεποτισμός, είπατε; Ούτε συνεννοημένοι να ’μασταν: η λέξη ανιψιός έχει την ίδια ρίζα – το λατινικό nepos... Αλλά δεν θέλω τέτοια! Τα παιδιά των πρωθυπουργών έχουν κι αυτά κάθε δικαίωμα να προσφέρουν στον τόπο! Γιατί να τους το στερήσουμε, δημοκράτες άνθρωποι;"

Το απόσπασμα είναι από Τα παιδιά του Κάιν και είναι αφιερωμένο στον ήρωα της ημέρας. 

Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2013

Η κόλαση είναι οι άλλοι


Το αεροπλάνο της Alitalia είναι γεμάτο. Δεν δυσκολεύεσαι καθόλου να καταλάβεις πως οι περισσότεροι επιβάτες είναι Έλληνες. Ο κυβερνήτης ανακοινώνει πως η πτήση θα έχει καθυστέρηση. Το τι ακολουθεί δύσκολα περιγράφεται. 

Ανάμεσα στις διαμαρτυρίες και τα καυστικά σχόλια ξεχωρίζω τη φωνή μιας κοπέλας, πίσω μου, που τηλεφωνεί στη μαμά της, στην Αθήνα, για να την ενημερώσει. Η μαμά προφανώς ζητάει να μάθει τους λόγους της καθυστέρησης. Η κοπέλα απαντά εκνευρισμένη πως δεν γνωρίζει. Η μαμά βρίσκει την ευκαιρία να μάθει πώς ήταν το ταξίδι της κόρης. Μαζί της μαθαίνουμε κι εμείς πως η κόρη της πέρασε υπέροχα. 

Την ίδια στιγμή, μια άλλη κοπέλα έχει σηκωθεί και κάτι αναζητά σ’ ένα ντουλάπι. Ο φίλος της την παροτρύνει να κοιτάξει και στα διπλανά. Η κοπέλα διαμαρτύρεται. Θυμάται πολύ καλά σε ποιο ντουλάπι έβαλε το πανωφόρι της. Ο φίλος της επιμένει κι εκείνη αρχίζει να ανοίγει το ένα ντουλάπι μετά το άλλο, για να του αποδείξει ότι κάνει λάθος. 

Η αεροσυνοδός προσφέρεται να βοηθήσει, καθώς τσάντες, μπουφάν και σακίδια ξεπετάγονται από τα παραγεμισμένα ντουλάπια απειλώντας τα κεφάλια των επιβατών. Η κοπέλα της εξηγεί πως κρυώνει και χρειάζεται το πανωφόρι της. Η αεροσυνοδός της ζητά υπομονετικά να της το περιγράψει. Υπόσχεται να το βρει και ζητά από την κοπέλα να επιστρέψει στη θέση της, καθώς από τα μεγάφωνα ακούγεται η φωνή της υπεύθυνης της καμπίνας που ζητά την απενεργοποίηση των ηλεκτρονικών συσκευών ενόψει της αναχώρησης.

Κανείς δεν φαίνεται να την ακούει.

Η κοπέλα που κρυώνει εξακολουθεί να διαπληκτίζεται με τον φίλο της.

Η άλλη εξακολουθεί να ενημερώνει τη μαμά για το ποιόν των Ιταλών. 

Η αεροσυνοδός που αναζητά το χαμένο πανωφόρι επισημαίνει σε κάποιους πως πρέπει να απενεργοποιήσουν πλήρως τα κινητά τους. 

Ένας νεαρός απαντά καταφατικά στην παρότρυνσή της συνεχίζοντας απτόητος το παιχνίδι του – είναι πολύ κοντά στο να τελειώσει την πίστα. 

Μια άλλη, λίγες θέσεις πιο πίσω, εξηγεί στην αεροσυνοδό πως ακούει μουσική. Η αεροσυνοδός της εξηγεί με αποφασιστικότητα πως πρέπει να το απενεργοποιήσει εντελώς. Θα μπορέσει να ξανακούσει μουσική μετά την απογείωση. Η γυναίκα καταχωνιάζει το κινητό και τα ακουστικά στην τσάντα της με κινήσεις που δεν κρύβουν τη δυσανεξία της.

Η κοπέλα πίσω μου καθησυχάζει τη μαμά: ναι, είχε ψοφόκρυο, αλλά εκείνη ήταν καλά ντυμένη. 

Η αεροσυνοδός ξετρυπώνει το χαμένο πανωφόρι κάτω από μια βαλίτσα στο πρώτο ντουλάπι που άνοιξε η κοπέλα που το έψαχνε.

Κάμποσοι επιβάτες από τις πίσω θέσεις ξεσπούν σε χειροκροτήματα. 

Το αεροπλάνο αρχίζει να κινείται. 

Η υπεύθυνη της καμπίνας καλεί τους επιβάτες να παρακολουθήσουν την επίδειξη των σωστικών μέσων.

Κανείς δεν φαίνεται να την ακούει.

Η Τζέλα, όπως μαθαίνουμε ότι τη λένε από την κολλητή της, εξηγεί στη μαμά ότι πρέπει να κλείσει γιατί το αεροπλάνο φεύγει. Υπόσχεται να της κάνει μια αναπάντητη με το που θα απογειωθούμε.

Όλη αυτή την ώρα το κορίτσι που κάθεται απέναντί μου στον διάδρομο είναι βυθισμένο στις σελίδες ενός χοντρού βιβλίου. Παρατηρώ τα παπούτσια της. Τα έχω ξαναδεί σε διαφήμιση τελεμάρκετινγκ. 

Καθώς η αεροσυνοδός βεβαιώνεται πως έχουμε δεμένες τις ζώνες μας, το κορίτσι ανασηκώνει το βιβλίο. Διαβάζει το Inferno του Νταν Μπράουν.

Τι ταιριαστό! σκέφτομαι, ενώ ταυτοχρόνως αναρωτιέμαι αν η αναπάντητη που υποσχέθηκε η Τζέλα στη μαμά της μπορεί να μας στείλει στην κόλαση.


Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2013

Εκτός κάδρου


Ο Τζον Ντ. από το Μπέρμινχαμ, υπάλληλος σούπερ μάρκετ και γιος οδηγού αστικού λεωφορείου, αισθάνεται σχεδόν σαν στο σπίτι του καθώς διασχίζει την Αθήνα αραχτός στο ανοιχτό κατάστρωμα ενός διώροφου, κόκκινου λεωφορείου. Αφήνει τον ήλιο να χαϊδεύει τα κλειστά του βλέφαρα, πάνω στα οποία βλέπει –σαν σε οθόνη– τον πατέρα του να του χαμογελάει, ενώ πατάει το μπουτόν για να κλείσει η πόρτα.

Η ιρλανδικής καταγωγής φίλη του Μόλυ Μπ., υπάλληλος συνοικιακού κομμωτηρίου, τον σημαδεύει με τη μικροσκοπική ψηφιακή μηχανή της. 

Ο Τζον ακούει τον χαρακτηριστικό ήχο του κλείστρου, ανοίγει τα μάτια και την προτρέπει με κέφι να πάρει και μία με το τηλέφωνό της για να την ποστάρουν αμέσως στο facebook, και να τη δουν στην πατρίδα συγγενείς και φίλοι.

Η Μόλυ αλλάζει πρόθυμα θέση. Πλησιάζει δυο ζευγάρια Γερμανών στα μπροστινά καθίσματα και ζητάει τη συνδρομή τους – αν είναι να τη δουν συγγενείς και φίλοι θέλει να είναι κι εκείνη μέσα.

Ο θηριώδης Φραντς Γκ., χειριστής κλαρκ σε αποθήκη ξυλείας στα περίχωρα του Μονάχου, παίρνει προσεκτικά το ακριβό κινητό –τελευταίο μοντέλο γνωστής φιλανδικής εταιρείας– και καδράρει.

Η Μόλυ επιστρέφει, κάθεται, αγκαλιάζει τον Τζον και φτιάχνει τα μαλλιά της, καθώς σκέφτεται τις συναδέλφους της στο κομμωτήριο μαζεμένες πάνω από την οθόνη του υπολογιστή να κοιτούν το ενσταντανέ με ζήλια.

Ο Φραντς όμως μοιάζει να δυσκολεύεται. Δεν ξέρει τι πρέπει να πατήσει.

Η αυστριακής καταγωγής σύζυγος του κολλητού τού Φραντς, Μικαέλα Π., ιδιαιτέρα του ολλανδού διευθυντή του τμήματος μάρκετινγκ μιας βελγικής σοκολατοβιομηχανίας, σηκώνεται να τον βοηθήσει – διαθέτει κι εκείνη μοντέλο της ίδιας φίρμας.

Ο Τζον, που κοντεύει να χάσει το κέφι του –πόσο δύσκολο είναι να βγει μια φωτογραφία πια;–, παρακινεί  τη Μόλυ να πάει να δει τι γίνεται.

Την ίδια όμως στιγμή, ο νεαρός υπάλληλος εταιρείας ταχυμεταφορών Γκιόργκι Φ. –καρπός βραχύβιας σχέσης μεταξύ μιας οικονομικής μετανάστριας από το Πλόβντιβ που καθάριζε σπίτια κι ενός πολωνού εργοδηγού που δούλεψε χρόνια στις οικοδομές πριν αποφασίσει, λόγω αναδουλειάς, να επιστρέψει στο Βρότσλαβ– στριμώχνεται άσχημα από μια νοικιασμένη λιμουζίνα γαλλικής κατασκευής ο οδηγός της οποίας, κύπριος δικηγόρος με ειδίκευση στη σύσταση offshore εταιρειών, έχει στρέψει στιγμιαία το βλέμμα στο κινητό του καθώς έχει μόλις πάρει μήνυμα από έναν συνάδελφό του που υπόσχεται να λειτουργήσει ως σύνδεσμος με πελάτες από τις τρεις χώρες της Βαλτικής και όχι μόνον.

Ο Γκιόργκι Φ., βρίζοντας σκαιότατα σε άπταιστα ελληνικά, κόβει αναγκαστικά δεξιά το τιμόνι του ιταλικού του σκούτερ, υποχρεώνοντας τον οδηγό του διώροφου λεωφορείου να φρενάρει απότομα, πράγμα που στέλνει τη Μόλυ Μπ. να πέσει με φόρα πάνω στον θηριώδη Φραντς Γκ., ο οποίος με τη σειρά του καταπλακώνει τη σύζυγο του καλύτερού του φίλου.
Ο Γκιόργκι Φ. θα συνεχίσει ανυποψίαστος την πορεία του προς την πρεσβεία της Πορτογαλίας, όπου έχει να παραδώσει έναν ογκώδη φάκελο – γκαζώνει για να μην τον προλάβει το φανάρι, αλλά δεν τα καταφέρνει, περνάει με κόκκινο.

Παράλληλα, ο Ευαγόρας Ν. αποφασίζει πως αξίζει τον κόπο μια κατ’ ιδίαν συνάντηση με τον Γιόζεφ Σ. που εκτός των άλλων του υπόσχεται ένα αξέχαστο διήμερο στην Πράγα.

Κανείς απ’ τους δυο δεν συνειδητοποιεί πως εξαιτίας τους το λεωφορείο πίσω τους έχει σταματήσει και ο οδηγός του ανεβαίνει πάνω, αφού τόσο ο γδούπος όσο και οι στριγκλιές ακούστηκαν καθαρά.
Τίποτε τρομερό δεν έχει συμβεί. Ο Τζον ανησυχεί για τη Μόλυ, η Μόλυ για το κινητό της, ο Φραντς για τη Μικαέλα κι εκείνη, πάλι, για το λευκό παντελόνι της.

Ο οδηγός απολογείται, δίνει κάποιες ασυνάρτητες εξηγήσεις και τους μαλώνει τρυφερά, αφού δεν έπρεπε να στέκονται όρθιοι, όπως εξάλλου υποδεικνύει και η πινακίδα με τις οδηγίες για την ασφάλεια των επιβατών σε πέντε, μάλιστα, γλώσσες – αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά και ισπανικά.

Τίποτε τρομερό δεν έχει συμβεί, ωστόσο αποφασίζουν να κατέβουν. Ο οδηγός πιάνει πάλι τις συγνώμες, αλλά ο Τζον τον καθησυχάζει, στον καθένα θα μπορούσε να συμβεί, ξέρει αυτός, έχει συμβεί και στον πατέρα του κι όχι μονάχα μια φορά…

Ο Φραντς με τον κολλητό του κατεβαίνουν πίσω από τη Μικαέλα και την Κίρστεν Χ., τη δανέζα σύζυγο του πρώτου, υπάλληλο εταιρείας εισαγωγών από σκανδιναβικές χώρες με έδρα το Λουξεμβούργο, σχολιάζοντας με καυστικό χιούμορ τα οδηγικά ήθη στα Βαλκάνια – θυμούνται το ατύχημα που είχαν στις κοινές τους διακοπές, λίγα χρόνια πριν, κοντά στα σύνορα Σλοβενίας-Κροατίας, και συμφωνούν πως κάτι τέτοια, εάν κι εφόσον αποδειχτούν αναίμακτα, χαράζονται ανεξίτηλα στη μνήμη νοστιμίζοντας…

Ο Φραντς διακόπτει άγαρμπα τον κολλητό του. Δείχνοντάς του συγκινημένος την Πύλη του Αδριανού  εξηγεί πως έχει μια παλιά, ασπρόμαυρη φωτογραφία του πατέρα του τραβηγμένη στο ίδιο ακριβώς σημείο, αποφεύγοντας, περιέργως,  να αναφέρει ότι ο πατέρας του φοράει στολή στην εν λόγω φωτογραφία.

Λίγο αργότερα, ο Φραντς έχει πάρει τη θέση του πατέρα του μπροστά στην Πύλη. Φοράει πλατύγυρο λευκό καπέλο αντί για κράνος, στην πλάτη έχει τον γυλιό του τουρίστα –ορειβατικό σακίδιο δηλαδή, που αγόρασε σε εξευτελιστική τιμή πριν από τρία χρόνια στη Μάλτα– και στο χέρι κρατάει όπλο εναντίον του καύσωνα ένα μπουκάλι νερό.

Η Μικαέλα φωτογραφίζει με το κινητό της τον Φραντς, ο κολλητός με τη σειρά του φωτογραφίζει τον Φραντς πλαισιωμένο από τη Μικαέλα και την Κίρστεν, η Μόλυ με τον Τζον που δεν έχουν απομακρυνθεί  προσφέρονται να βγάλουν μία με τους τέσσερίς τους και οι τέσσερις φυσικά ανταποδίδουν, φωτογραφίζοντας, επιτέλους, τη Μόλυ και τον Τζον με φόντο τους στύλους του Ολυμπίου Διός.

Κι εκεί αποχαιρετιούνται και παίρνει πια ο καθένας τον δρόμο του – ο Φραντς με την παρέα του προς το ξενοδοχείο τους στην πλατεία Συντάγματος, για να τσιμπήσουν κάτι και να ανασυνταχτούν πριν την απογευματινή τους έξοδο για ψώνια, και η Μόλυ με τον Τζον σε αναζήτηση μιας κρύας μπίρας προκειμένου να καταστρώσουν τα σχέδιά τους για το βράδυ.
Στον δρόμο για το ξενοδοχείο ο Φραντς ξανακοιτάζει τη φωτογραφία που του έβγαλε η Μικαέλα – είναι ευχαριστημένος με τη στάση του, φτυστός ο μπαμπάς ως προς το παράστημα, αλλά τον ενοχλεί λιγάκι  που από δεξιά μπουκάρουν στο κάδρο δυο κοπέλες.

Ο Φραντς δεν το ξέρει, αλλά πρόκειται για την Πίρος Ζ. από την Ουγγαρία και τη Μιλένα Τ. από τη Σλοβακία, οι οποίες, με τα ψευδώνυμα Μόνικα και Σόνια αντιστοίχως, προσφέρουν μασάζ σε ένα στούντιο ευεξίας στις αρχές της Συγγρού.

Η Μικαέλα απολογείται λέγοντας πως είχε εστιάσει την προσοχή της σ’ αυτόν, ενώ ο κολλητός του τον διαβεβαιώνει πως η ψηφιακή φωτογραφία τριμάρεται πανεύκολα.
Την ίδια πάνω κάτω ώρα, κι ενώ το γκαρσόνι φέρνει τις παγωμένες μπίρες τους, ο Τζον και η Μόλυ ποστάρουν τη φωτογραφία τους στο facebook υπό τους ήχους του Minor Swing που παίζει με κέφι μια μπάντα πλανόδιων ρουμάνων μουσικών.

Η Μόλυ παρατηρεί πως δεν φαίνονται καλά τα πρόσωπά τους στη φωτογραφία, καθώς το πλάνο είναι πολύ ανοιχτό προκειμένου να χωρέσουν οι πανύψηλοι στύλοι.

Και ο Τζον, μ’ ένα μουστάκι από παχύ αφρό, σχολιάζει ότι θα ήταν καλύτερα αν έλειπαν οι πλαστικές σακούλες του σούπερ μάρκετ που διακρίνονται στο παγκάκι αριστερά κι ανήκουν προφανώς στον άντρα με το σκισμένο αθλητικό παπούτσι που μοιάζει να φεύγει σαν κυνηγημένος απ’ το κάδρο.
Ο Τζον και η Μόλυ δεν το ξέρουν και δεν θα το μάθουν μάλλον και ποτέ, πάντως πρόκειται για τον Αντρέα Γ., που γεννήθηκε στο Πέραμα και μεγάλωσε στην Κολωνία, όπου κατέφυγαν μετανάστες οι γονείς του, πριν επιστρέψει κάποτε στην Ελλάδα και πάρει παπούτσι από τον τόπο του, τη Γεωργία Δ., και αποκτήσει δυο παιδιά, που δεν τα βλέπει πια, απ’ τη στιγμή που χώρισε, δυο χρόνια αφότου έχασε τη δουλειά του στη Χαλυβουργική, κι η Γεωργία αποφάσισε να βασιστεί στην υπόσχεση μιας θειας της πως κάπου θα την τακτοποιούσε στη Μελβούρνη.

Ο Αντρέας κοντεύει πια τα εξήντα˙ πιστεύει πως το πάλεψε –αβοήθητος– όσο μπορούσε κι έχασε. Έχει συμβιβαστεί, θέλοντας και μη, με την ιδέα πως η ζωή τον ξέβρασε. Γι’ αυτό και, κάθε φορά που τον σημαδεύουν μ’ αυτά τα γελοία όπλα που επιστρατεύουν οι θνητοί για ν’ αποδείξουν πως έζησαν, εκείνος αρνείται να καταδεχτεί μια θέση στο φόντο˙ προτιμάει να βγει εκτός κάδρου.


ΥΓ: Το διηγηματάκι αυτό γράφτηκε για το συλλογικό Η Ευρώπη των νέων που εξέδωσε η Ελληνογερμανική Αγωγή. 


Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2013

Ράμπο


Έξω από τη βιτρίνα της Timberland, στη Via Roma, στο Τορίνο, ένας άστεγος ντύνει στα ροζ τον "Ράμπο" του, για να κεντρίσει την καλοσύνη των ξένων. Ό,τι και να φορούσε ο ίδιος δεν θα ήταν, πιθανότατα, αρκετό για να τραβήξει τα βλέμματα των περαστικών.