Πέμπτη 5 Φεβρουαρίου 2015

Διαπραγματεύσεις

Στην καλύτερη, κατά τη γνώμη μου, ταινία του, τη «Λευκή», ο Κριστόφ Κισλόφσκι –με την καθοριστική συνδρομή του συνεργάτη του στο σενάριο Κριστόφ Πισίεβιτς– διαπραγματεύεται με ευρηματικό, τουλάχιστον, τρόπο το ακανθώδες ζήτημα της ισοτιμίας στον κλονισμένο γάμο ενός ταλαντούχου πολωνού κομμωτή, του Κάρολ, και της γαλλίδας συζύγου του και ιδιοκτήτριας του κομμωτηρίου Ντομινίκ.

Στην αρχή της ταινίας, η Ντομινίκ ζητά διαζύγιο από τον Κάρολ, καθώς εκείνος δεν είναι σε θέση να εκπληρώσει τα συζυγικά του καθήκοντα – ο γάμος τους είναι άγονος. Ο Κάρολ, με τη σειρά του, υποστηρίζει στο –γαλλικό– δικαστήριο πως αγαπά τη γυναίκα του και δεν θέλει να διαλυθεί ο γάμος.

Η Ντομινίκ κερδίζει. Βγαίνοντας από το δικαστήριο, ο Κάρολ παίρνει τα παπούτσια του στο χέρι. Λίγο αργότερα, διαπιστώνει πως δεν υπάρχουν χρήματα στον τραπεζικό του λογαριασμό. Ταπεινωμένη από την ανικανότητά του, η Ντομινίκ θέλει με τη σειρά της να τον ταπεινώσει.

Ο Κάρολ επιχειρεί απεγνωσμένα να διαπραγματευτεί την επανασύνδεσή τους. Πηγαίνει στο κομμωτήριο και κάνει ό,τι μπορεί για να ανταποκριθεί στο ερωτικό της κάλεσμα. Εις μάτην, όμως. Δεν του σηκώνεται! Εξοργισμένη, η Ντομινίκ βάζει φωτιά στις κουρτίνες και απειλεί να τον χώσει στη φυλακή για εμπρησμό.

Ο Κάρολ το βάζει στα πόδια και βρίσκει καταφύγιο στο μετρό. Άφραγκος και χωρίς χαρτιά, μοιάζει να μην έχει διέξοδο. Με το τελευταίο του δίφραγκο τηλεφωνεί στην Ντομινίκ, από έναν θάλαμο κάτω απ’ το παράθυρό της, υπό το ειρωνικό βλέμμα της Μπριζίτ Μπαρντό από μια γιγαντοαφίσα της «Περιφρόνησης» του Γκοντάρ. Η Ντομινίκ, ακλόνητη στην απόφασή της, υποκρίνεται πως έρχεται σε οργασμό, στρίβοντας το μαχαίρι στην πληγωμένη καρδιά του Κάρολ.

Σαν να μην του έφταναν όσα έχει τραβήξει, ο Κάρολ έχει να αντιμετωπίσει και μια δύστροπη τηλεφωνική συσκευή που του τρώει τα ρέστα. Έξαλλος, απαιτεί τα λεφτά του από τον υπάλληλο στο εκδοτήριο εισιτηρίων. Εκείνος θα του πετάξει τελικά ένα δίφραγκο, για να τον ξεφορτωθεί.

Μην έχοντας άλλη διέξοδο, ο Κάρολ θα ανοίξει μια τρύπα στην παλιοβαλίτσα του, μέσα στην οποία θα χωθεί, για να επιστρέψει στην Πολωνία ως αποσκευή ενός συμπατριώτη του, του Μικολάι, που είναι πρόθυμος να τον βοηθήσει. Τα μόνο που θα πάρει μαζί του απ’ τη Γαλλία είναι ένα αγαλματάκι, ένα μπούστο της Μαριάν –της προσωποποίησης της γαλλικής δημοκρατίας–, υποκατάστατο της χαμένης συζύγου.

Σε μια σκηνή σπάνιας σεναριακής έμπνευσης, οι υπάλληλοι του αεροδρομίου στην Πολωνία κλέβουν τη βαριά βαλίτσα από το αεροπλάνο και τη μεταφέρουν σε μια χωματερή, όπου, με ασφάλεια, θα μπορέσουν να μοιραστούν τη λεία τους. Προς μεγάλη τους απογοήτευση, από μέσα ξεπηδάει ο Κάρολ με το αγαλματάκι του. Κατρακυλώντας μέσ’ στις λάσπες, με τους γλάρους να πετούν πάνω από σωρούς σκουπιδιών, ο Κάρολ αναφωνεί με αγαλλίαση «Πατρίδα!»

Στην πατρίδα του, ο Κάρολ θα προσπαθήσει αρχικά να ξανασταθεί στα πόδια του, κουρεύοντας τις πελάτισσες του αδερφού του που εκτιμούν αφάνταστα το ταλέντο του. Πολύ γρήγορα όμως θα βρει δουλειά και ως τσιλιαδόρος σε μια μαφιόζικη επιχείρηση μαύρης αγοράς συναλλάγματος. Και θα αρπάξει την ευκαιρία μπαίνοντας σφήνα στα σχέδια των αφεντικών του – αγοράζοντας δυο τρία χωραφάκια στο κέντρο μιας μεγάλης περιοχής που πρόκειται να γνωρίσει απροσδόκητη άνθηση στο εγγύς μέλλον…

Η διαφθορά και η ανομία που επικρατούν στην πατρίδα του θα επιτρέψουν στον αποφασισμένο Κάρολ να συγκεντρώσει πολλά χρήματα μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα. Ένα μέρος τους είναι κι η αμοιβή που του υπόσχεται ο απελπισμένος Μικολάι – μην έχοντας κουράγιο να αυτοκτονήσει αναζητά εκτελεστή. Ο Κάρολ θα πυροβολήσει τον Μικολάι – αλλά με άσφαιρα πυρά. Ο Μικολάι αλλάζει γνώμη μετά την εικονική εκτέλεση, δίνει τα χρήματα της αμοιβής στον Κάρολ και τον βοηθάει να βάλει μπροστά το σκοτεινό σχέδιό του: ο Κάρολ κληροδοτεί τα πάντα στη γαλλίδα πρώην σύζυγό του κι έπειτα σκηνοθετεί τον θάνατο και την κηδεία του, έχοντας φροντίσει πρώτα για την εισαγωγή ενός αγνώριστου πτώματος από τη Ρωσία.

Η Ντομινίκ θα έρθει στην Πολωνία για την κηδεία και τότε ο Κάρολ θα ολοκληρώσει την εκδίκησή του. Θα την επισκεφτεί κρυφά στο ξενοδοχείο της για να ξεπληρώσει το χρέος του – παίζοντας πλέον εντός έδρας, θα της χαρίσει έναν ανεπανάληπτο οργασμό, προτού εξαφανιστεί ξανά, αφήνοντας την αστυνομία να κάνει τη δουλειά της: η Ντομινίκ είναι η κύρια ύποπτη για τον φόνο του Κάρολ, αφού είναι η μόνη που έχει τόσο ισχυρό κίνητρο – την ανέλπιστη κληρονομιά.  

Στη σπαρακτική τελική σκηνή της ταινίας ο Κάρολ επισκέπτεται τη φυλακή όπου βρίσκεται η Ντομινίκ, κι εκείνη, πίσω απ’ τα κάγκελα, του εξηγεί πως κατάλαβε – αν βγει ποτέ από κει θέλει να ξαναπαντρευτούν!

Γιατί η Ντομινίκ τώρα ξέρει –έμαθε– πως για να είναι γόνιμος ο γάμος πρέπει οι δύο εταίροι να είναι ισότιμοι. Στη Γαλλία, έχοντας το πάνω χέρι απέναντι στον μετανάστη, ταλαντούχο κομμωτή, το μόνο που κατάφερε ήταν να τον ευνουχίσει. Στην Πολωνία οι όροι αντιστράφηκαν: ο ανδρισμός του Κάρολ αναστήθηκε – μόνο που τώρα αυτός είναι στο χώμα κι αυτή στη φυλακή…

Από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 ακόμα, ο προφητικός Κισλόφσκι μιλάει για την ανισότητα στον γάμο ανάμεσα στην προηγμένη δυτική Ευρώπη και σε χώρες σαν τη δική του, που ακόμα αναζητούσαν τον καπιταλιστικό βηματισμό τους.

Ποιος να το φανταζόταν πως, είκοσι χρόνια αργότερα, η υπέροχη παραβολή του θα μας αφορούσε με τόσο οδυνηρό τρόπο.

Εννοείται πως κάθε ομοιότητα με πρόσωπα και καταστάσεις μονάχα συμπτωματική δεν είναι…