Παρασκευή 24 Απριλίου 2015

Κοζάνη Μπλουζ


Η τύχη με έστειλε να υπηρετήσω σε έναν Λόχο της Αεροπορίας Στρατού, στο αεροδρόμιο της Κοζάνης. Στην πρώτη μου έξοδο στριφογύρισα αρκετά χαζεύοντας την άγνωστη πόλη. Δεν βρήκα τίποτε ενδιαφέρον. Καθώς δεν γνώριζα κανέναν, κατέληξα σε μια καφετέρια.  Ήπια όσους καφέδες άντεχα, αλλά είχα ακόμα μπροστά μου αναρίθμητες ώρες. Έκανα ακόμα μια βόλτα, στη διάρκεια της οποίας ανακάλυψα έναν κινηματογράφο. Έπαιζε «Τα παιδιά της Χελιδόνας» του Κώστα Βρεττάκου κι ένα έργο καράτε. Πλήρωσα εισιτήριο και μπήκα.
Είδα το καράτε απ’ τη μέση. Το σινεμά ήταν γεμάτο. Στο διάλειμμα πριν την ελληνική ταινία το σινεμά άδειασε. Μείναμε τρεις. Η ταινία ήταν καλή.
Αποφάσισα πως δεν χρειαζόμουν τις εξόδους. Στο στρατόπεδο περνούσα καλύτερα, αρκεί να είχα αρκετά βιβλία. Οι υπόλοιποι στη μονάδα ήταν από κει γύρω. Τους πρότεινα να βγαίνουν στη θέση μου, εκ περιτροπής. Ο Διοικητής δέχτηκε, αφού βεβαιώθηκε πως η απροθυμία μου να βγω στην πόλη δεν ήταν δείγμα βαριάς ψυχικής ασθένειας. Οι συνάδελφοί μου ήταν πανευτυχείς. Πιθανότατα την έβγαζαν στις καφετέριες κι έβλεπαν και κανένα έργο καράτε πότε πότε.
Λίγο πριν φύγω, θέλησαν να με βγάλουν ένα βράδυ έξω – σαν ευχαριστώ. Στην Bora Bora, λέει, τραγουδούσε η Άννα Φωτίου. Βρήκα μια δικαιολογία, μην τους προσβάλλω, και το απέφυγα.

Κάθε φορά που ακούω μια συζήτηση για ταινίες που περιφρονούν τον μέσο θεατή θυμάμαι αυτή την ιστορία.