Τετάρτη 12 Φεβρουαρίου 2014

Olympiaδα

To Opel του θείου Μίμη ήταν σαράβαλο. Αυτό δεν τον εμπόδιζε τα καλοκαίρια να μας βάζει όλους στην καρότσα και να πηγαίνουμε στο Μάτι ή στο Κόκκινο Λιμανάκι για μπάνιο. Μπροστά έμπαιναν πάντα η μάνα και η θεία η Καλλιόπη. Ο πατέρας ανέβαινε πίσω, μαζί μας.
Για κάποιον ανεξήγητο λόγο κάναμε σαν τρελοί από χαρά, κάθε φορά που θα πηγαίναμε για μπάνιο με το πανάρχαιο Opel του θείου. Η διαδρομή ήταν σκέτο μαρτύριο. Η καρότσα βρομούσε ποδαρίλα και κάτω από την τέντα ήταν σαν μέσα σε θερμοκήπιο. Σαν να μην έφτανε αυτό, το Opel έκαιγε λάδια, με αποτέλεσμα να τσούζουν τα μάτια μας και να φτάνουμε στην παραλία μαστουρωμένοι.
Τελευταία φορά, έλεγε κάθε φορά ο πατέρας, αλλά υπήρξαν πολλές τελευταίες φορές – μέχρι που πήραμε δικό μας αυτοκίνητο και δεν ξανανεβήκαμε στην καρότσα του Opel.
Ο θείος Μίμης πούλησε τελικά το Opel στον άνθρωπο που του προμήθευε αυγά. Ο ίδιος αγόρασε ένα φορτηγάκι Volkswagen. Θυμάμαι ότι κοροϊδεύαμε τον αυγουλά που αγόρασε το κελεπούρι, αν και το είχε πάρει για ψίχουλα.
Εμείς μπορεί να τον κοροϊδεύαμε, αλλά ο αυγουλάς την έκανε τη δουλειά του και με το παραπάνω. Κάθε τόσο τον βλέπαμε να περνάει έξω απ’ το σπίτι με την καρότσα φορτωμένη καρτέλες.
Μια μέρα, εκεί που τρώγαμε, ακούστηκε ένας ανατριχιαστικός θόρυβος από τον δρόμο. Τρακάρανε πάλι, είπε ο πατέρας και σηκώθηκε να βγει έξω, να δει. Η διασταύρωση Σολωμού και Κουντουριωτών ήταν τότε σκέτη καρμανιόλα. Τρέξαμε κι εμείς αμέσως ξωπίσω του, εννοείται.
Λίγο πιο πάνω, μεσ’ στη μέση του δρόμου, ήταν το Opel Olympia του θείου Μίμη, κομμένο στα δυο. Δεν είχε τρακάρει. Ο αυγουλάς, αφηρημένος, δεν μπόρεσε ν’ αποφύγει μια λακκούβα και το σάπιο αμάξωμα δεν άντεξε – κόπηκε στα δυο, εκεί που ενωνόταν η καρότσα με την καμπίνα του οδηγού.
Και πολύ κράτησε, είπε ο πατέρας που είχε κοντέψει κάποτε να σκοτωθεί μ’ αυτό το Opel στην Εθνική.
Ύστερα μας φώναξε να βοηθήσουμε τον απαρηγόρητο αυγουλά να ξεφορτώσει τις καρτέλες με τα αυγά που είχαν μείνει σώα. Όταν τελειώσαμε μας έδωσε μια καρτέλα για τον κόπο μας.
Τι να τα κάνω τόσα αυγά, αναρωτήθηκε η μάνα όταν τα είδε.
Το βράδυ ήρθε ο θείος ο Μίμης κι έφερε λουκάνικα για την ομελέτα, και οι μεγάλοι ήπιαν κρασί, κι έλεγαν ιστορίες με το Opel. Δεν έχω δει πιο χαρούμενο μνημόσυνο.


ΥΓ: Ακόμα ένα Σουβενίρ από την Κόλαση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου