Βλέπει ένα τσούρμο δεκαεφτάχρονα να
τρέχουν σαν δαιμονισμένα προς την παραλία, εκείνο το σούρουπο του ’77, πετώντας
καθ’ οδόν τα ρούχα τους, και μαζί κάθε ίχνος σεμνοτυφίας μεθοδικά ενσταλαγμένης
από ακάματους μεσοαστούς γονείς, κάθε ψήγμα αναστολής επίμονα υπαγορευμένο από
μια κοινωνία που παραπατούσε ζαλισμένη ακόμα από το ανατολίτικο άρωμα της
ορθόδοξης παράδοσής της, ενώ είχε βάλει ρότα από καιρό να παραδοθεί στην
προχωρημένη Δύση.
Τους βλέπει –τώρα τους βλέπει!- να
φτάνουν στο νερό με τα γυμνά νώτα τους επιδεικτικά στραμμένα στη χώρα των
γονιών και των παππούδων τους˙ τους βλέπει να βουτάνε με φόρα στη χρυσοκόκκινη
αγκαλιά του Ιονίου λες και δραπέτευαν, λες κι είχαν σκοπό να περάσουν
κολυμπώντας απέναντι, τους βλέπει να βουλιάζουν ο ένας τον άλλο με άγρια χαρά,
σε μια ιδιότυπη τελετή ομαδικής βάπτισης, ή εξαγνισμού τέλος πάντων, στη
διάρκεια της οποίας οι δούλοι του Θεού των προγόνων τους δήλωναν απερίφραστα τη
θέλησή τους να γίνουν αφέντες του εαυτού τους.
Τους βλέπει να βγαίνουν αναβαπτισμένοι
απ’ το νερό και να ξαπλώνουν λαχανιασμένοι στα μικροσκοπικά χαλίκια, ανοίγοντας
ευλαβικά τα ευαγγέλιά τους –τον Κάφκα τους και τον Έσσε τους, τη Δίκη τους και το Ντέμιαν και το Σιντάρτα
τους, τον Φύλακα στη σίκαλη και τη Νόσο του Πορτνόυ, εκείνο ή κάποιο από τα
επόμενα καλοκαίρια-, τους ακούει καθαρά να διαβάζουν περικοπές ο ένας στον
άλλον, να απαγγέλουν κατεβατά από στίχους των αγίων ποιητών με τον γλυκό
φανατισμό του νεοφώτιστου...
Τι γύρευαν εκείνα τα δεκαεφτάχρονα στην
παραλία – αναρωτιέται. Κι ακόμα: είχαν ιδέα τι γύρευαν; Και το πιο σημαντικό –
είχαν, δεν είχαν ιδέα: τι βρήκαν; Οπωσδήποτε όχι απλώς μια παραλία...
Θυμάται τη γεύση του νοτισμένου χώματος
που πλημμύριζε το στόμα της εκείνο το σούρουπο του ’77˙ την ανατριχίλα που της
έφερνε η ανάμνηση ενός βαθύσκιωτου κήπου˙ το άρωμα από τα ξινά –δυο λεμονιές
και μια μανταρινιά- που ’χε φυτέψει ο παππούς στο πατρικό της μάνας της στο Χαλάνδρι.
Θυμάται και την έκπληξή της, καθώς όλ’ αυτά ζωντάνευαν με την πιο απροσδόκητη
αφορμή˙ πώς ήταν δυνατόν, σκεφτόταν τότε, να στέκεται καταμεσής μιας άνυδρης
και άδεντρης παραλίας κι η ψυχή της ν’ αγαλλιάζει ανακαλώντας μια αγκαλιά από
δροσερό σκοτάδι;
Αυτό είχε βρει εκείνη: έναν
κήπο-καταφύγιο κι ας μη φύτρωναν δέντρα εδώ. Ένα αθέατο κομμάτι γης, όπου,
αναμάρτητος ακόμα, πας και θάβεις τους άχρηστους θησαυρούς σου – τεκμήρια,
δηλαδή, αθωότητας, σχολαστικά επιλεγμένα και ζουληγμένα με άφατη τρυφερότητα, συνήθως
μέσα σ’ ένα στρογγυλό σιδερένιο κουτί από μπισκότα Παπαδοπούλου.
Αυτό είχαν βρει: μια Εδέμ που θύμιζε
κρανίου τόπο! Έναν παράδεισο χωρίς δέντρο του Καλού και του Κακού, όπου
μπορούσαν να περιφέρονται γυμνοί στον ήλιο, χωρίς φύλλο συκής εννοείται, χωρίς
να λογαριάζουν φίδια, άσε που δάγκωναν άφοβα τα μήλα...
Είχαν βρει ένα μέρος όπου κανείς δεν δικαιούνταν να
τους ζητήσει τίποτε. Ένα μέρος όπου το μόνο που χρειαζόταν να σκεφτείς ήταν αν
θα βουτήξεις τώρα ή τρία λεπτά αργότερα. Ένα μέρος όπου λογοδοτούσαν μονάχα
στο χώμα και το νερό και τον αέρα και τη φωτιά που άναβαν κακήν κακώς τα
βράδια, κι όχι γιατί έτσι κάνουν τα δεκαεφτάχρονα στις παραλίες – όχι! Άναβαν
φωτιά για να ειδοποιήσουν το μέλλον τους πως όπου να ’ναι έρχονται, και την
άναβαν μεγάλη, ώστε η φρυκτωρία τους να μην αφήνει περιθώρια παρερμηνείας! Να
μην κάνει μετά το μέλλον τον ανήξερο – ετούτοι που έρχονται δεν είναι όποιοι κι
όποιοι...
ΥΓ: Ένα απόσπασμα από Τα Παιδιά του Κάιν με αφορμή την επίκαιρη συζήτηση για το αν είναι στραβός ο γιαλός ή αν εμείς στραβά αρμενίζουμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου