Το παιδί δεν φοβάται το σκοτάδι. Για
το παιδί, το σκοτάδι είναι το ρούχο των θαυμάτων. Απλώνει το χέρι με τη θεία
σιγουριά πως αρκεί να βρει από κάπου να το πιάσει, από ’να πέτο, απ’ το μανίκι
ή το μπατζάκι, κι ύστερα να κάνει έτσι μια, και θα γεμίσει ο τόπος θαύματα
γυμνά που θα τρέχουν να κρυφτούν με μάγουλα κατακόκκινα από την ντροπή.
Το παιδί, πάλι, δεν ντρέπεται για τη
γύμνια του. Είναι ένας πρωτόπλαστος που δεν έχει ακούσει ακόμα την παράλογη
καταδίκη του. Περιφέρεται ανέμελο στον κήπο, καθώς δεν έχει ακούσει ακόμα
τίποτε για απαγορευμένους καρπούς. Υψώνει το χέρι του και πιάνει ό,τι φτάσει.
Κάποια στιγμή θα μπορέσει να σκαρφαλώσει στη μηλιά, κι από εκεί θα δει πως έξω
από τον κήπο απλώνεται ένας κόσμος ανεξάντλητος, ένας κόσμος άσχημος, γυμνός
και ανεξήγητος, κι ίσως γι’ αυτό ακριβώς απείρως πιο γοητευτικός. Και τότε δεν θα διστάσει στιγμή να δαγκώσει το εισιτήριό του για τη μεγάλη περιπέτεια...
Το παιδί λατρεύει το παιχνίδι.
Γοητεύεται, ας πούμε, αφάνταστα από την καμπύλη τροχιά της πέτρας που φεύγει
από το χέρι του και ποιος ξέρει πού μπορεί να προσγειωθεί. Άλλες φορές ανοίγει
κεφάλια κι άλλοτε αναγκάζει το νερό να ανοίξει διάλογο, στέλνοντας πίσω
ολοστρόγγυλα κυματάκια-μπάμπουσκες, που μέσα τους κρύβουν άλλα, μικρότερα,
κύματα... Το παιδί αντιμετωπίζει το παιχνίδι με απόλυτη σοβαρότητα. Λες και
στην τροχιά της πέτρας ή στην ηχώ των μηδενικών που σχηματίζουν τα κύματα
κρύβεται ούτε λίγο ούτε πολύ το ίδιο το νόημα της ζωής – πράγμα που ίσως δεν
απέχει και πολύ απ’ την αλήθεια.
Το παιδί την αλήθεια δεν την έχει
περί πολλού. Καθώς δεν έχει ανοίξει ακόμα δοσοληψίες με παρελθόν και μέλλον,
μοιάζει να μην την έχει ανάγκη. Κάθε φορά που το παρόν εφορμά οργίλο εναντίον
του, εκείνο κουρνιάζει στην αληθινά ζεστή αγκαλιά των ψεμάτων – και το κάνει
χωρίς την παραμικρή τύψη.
Το παιδί δεν έχει τύψεις, γενικώς.
Γι’ αυτό το παιδί δεν φοβάται τη μοναξιά. Για το παιδί, η μοναξιά είναι άπλα κι
ελευθερία. Το παιδί, βλέπεις, διαθέτει περισσή ενέργεια, την απαιτούμενη
περιέργεια και μια φαντασία τόσο γενναιόδωρη που μπορεί να κάνει το –πικρό για
όλους τους άλλους– ποτήρι της μοναξιάς του να ξεχειλίσει από δώρα
πλουσιοπάροχα.
Το παιδί δεν τσιγκουνεύεται το γέλιο
ή το κλάμα του. Το παιδί δεν μετράει την έκπληξη ή την απογοήτευσή του. Το παιδί
ζει στον υπερθετικό βαθμό. Γι’ αυτό το παιδί δεν ψιθυρίζει. Μπορεί να μασάει,
ενίοτε, τα λόγια του, αλλά κυριολεκτικά και όχι από υστεροβουλία ή ιδιοτέλεια.
Το παιδί φωνάζει τα θέλω του, όχι για να ξορκίσει την απόγνωση, αλλά γιατί δεν
ξέρει άλλο τρόπο. Περιέργως, μάλιστα, επείγεται. Οποιαδήποτε προσπάθεια να
πειστεί πως έχει όλη τη ζωή μπροστά του θα πέσει, εννοείται, στο κενό. Ακόμα κι
όταν αναγκάζεται να παίξει το «όταν μεγαλώσω...», το κάνει μόνο και μόνο για να
μη στεναχωρήσει τους μεγάλους που μεγάλωσαν και που του είναι αδύνατον να
φανταστεί πως υπήρξαν κάποτε κι αυτοί παιδιά... Πολύ γρήγορα αφήνει κατά μέρος
τις ανόητες προβολές για να ορμήξει στη λακούβα με τα απόνερα της χτεσινής
βροχής.
Το παιδί δεν φοβάται τη λάσπη. Δεν διστάζει να κυλιστεί στον βούρκο. Το παιδί αγνοεί την αξία της μεταφοράς. Το
παιδί κυριολεκτεί. Έτσι, κάνει τη λάσπη ρούχο του, πολύτιμο λάφυρο μιας
αναίμακτης μάχης που έχει πάντα μόνο νικητές. Καμιά ανάγκη δεν έχει από
καμουφλάζ. Κι αν καμιά φορά γίνεται αγκάθι τη μια και τριαντάφυλλο την άλλη,
αυτό το κάνει για ν’ αποτίσει φόρο τιμής στη δόλια ομορφιά των λουλουδιών κι
όχι για να ξεγελάσει. Εξάλλου, το παιδί δεν αναγνωρίζει όρια και κανόνες, ώστε
να τους υπονομεύσει με τερτίπια και καμώματα. Τέτοιες στρατηγικές απαιτούν υπομονή
που δεν διαθέτει. Από επιμονή, πάντως, άλλο τίποτε...
Το παιδί δεν φοβάται το σώμα του. Δεν
το ανταγωνίζεται ούτε το τιμωρεί με δίαιτες, ας πούμε, και γυμναστικές, αν και
συχνά πυκνά το πληγώνει – χωρίς πρόθεση όμως. Το παιδί αποδέχεται το άτρωτο
σώμα του με συγκρατημένη υπερηφάνια. Ευτυχώς, δεν γνωρίζει ακόμα –και του είναι
αδύνατον να φανταστεί– πως θα ’ρθει ώρα, αργότερα, που θα προδοθεί απ’ αυτό το
ίδιο σώμα, πιθανόν και με φρικτό τρόπο.
Το παιδί δεν φοβάται τη φωτιά.
Τουλάχιστον μέχρι να καεί – πάει να πει, μέχρι να πάψει να είναι παιδί, γιατί
κι αυτό κάποτε αναπόφευκτα συμβαίνει.
Μέχρι τότε το παιδί δεν θα φοβάται το
σκοτάδι. Το σκοτάδι θα φοβάται το παιδί – γιατί το παιδί φέγγει, αυτόφωτο.
ΥΓ: Το κείμενο αυτό γράφτηκε για τον κατάλογο της έκθεσης φωτογραφίας της καλής φίλης Νέλλης Τραγουστή, πριν από λίγα χρόνια στην Πάτρα. Εδώ συνοδεύεται από μια δική μου φωτογραφία.