Πέμπτη 25 Δεκεμβρίου 2014

Το παιδί και το σκοτάδι

  



Το παιδί δεν φοβάται το σκοτάδι. Για το παιδί, το σκοτάδι είναι το ρούχο των θαυμάτων. Απλώνει το χέρι με τη θεία σιγουριά πως αρκεί να βρει από κάπου να το πιάσει, από ’να πέτο, απ’ το μανίκι ή το μπατζάκι, κι ύστερα να κάνει έτσι μια, και θα γεμίσει ο τόπος θαύματα γυμνά που θα τρέχουν να κρυφτούν με μάγουλα κατακόκκινα από την ντροπή.
Το παιδί, πάλι, δεν ντρέπεται για τη γύμνια του. Είναι ένας πρωτόπλαστος που δεν έχει ακούσει ακόμα την παράλογη καταδίκη του. Περιφέρεται ανέμελο στον κήπο, καθώς δεν έχει ακούσει ακόμα τίποτε για απαγορευμένους καρπούς. Υψώνει το χέρι του και πιάνει ό,τι φτάσει. Κάποια στιγμή θα μπορέσει να σκαρφαλώσει στη μηλιά, κι από εκεί θα δει πως έξω από τον κήπο απλώνεται ένας κόσμος ανεξάντλητος, ένας κόσμος άσχημος, γυμνός και ανεξήγητος, κι ίσως γι’ αυτό ακριβώς απείρως πιο γοητευτικός. Και τότε δεν θα διστάσει στιγμή να δαγκώσει το εισιτήριό του για τη μεγάλη περιπέτεια...
Το παιδί λατρεύει το παιχνίδι. Γοητεύεται, ας πούμε, αφάνταστα από την καμπύλη τροχιά της πέτρας που φεύγει από το χέρι του και ποιος ξέρει πού μπορεί να προσγειωθεί. Άλλες φορές ανοίγει κεφάλια κι άλλοτε αναγκάζει το νερό να ανοίξει διάλογο, στέλνοντας πίσω ολοστρόγγυλα κυματάκια-μπάμπουσκες, που μέσα τους κρύβουν άλλα, μικρότερα, κύματα... Το παιδί αντιμετωπίζει το παιχνίδι με απόλυτη σοβαρότητα. Λες και στην τροχιά της πέτρας ή στην ηχώ των μηδενικών που σχηματίζουν τα κύματα κρύβεται ούτε λίγο ούτε πολύ το ίδιο το νόημα της ζωής – πράγμα που ίσως δεν απέχει και πολύ απ’ την αλήθεια.
Το παιδί την αλήθεια δεν την έχει περί πολλού. Καθώς δεν έχει ανοίξει ακόμα δοσοληψίες με παρελθόν και μέλλον, μοιάζει να μην την έχει ανάγκη. Κάθε φορά που το παρόν εφορμά οργίλο εναντίον του, εκείνο κουρνιάζει στην αληθινά ζεστή αγκαλιά των ψεμάτων – και το κάνει χωρίς την παραμικρή τύψη.
Το παιδί δεν έχει τύψεις, γενικώς. Γι’ αυτό το παιδί δεν φοβάται τη μοναξιά. Για το παιδί, η μοναξιά είναι άπλα κι ελευθερία. Το παιδί, βλέπεις, διαθέτει περισσή ενέργεια, την απαιτούμενη περιέργεια και μια φαντασία τόσο γενναιόδωρη που μπορεί να κάνει το –πικρό για όλους τους άλλους– ποτήρι της μοναξιάς του να ξεχειλίσει από δώρα πλουσιοπάροχα.
Το παιδί δεν τσιγκουνεύεται το γέλιο ή το κλάμα του. Το παιδί δεν μετράει την έκπληξη ή την απογοήτευσή του. Το παιδί ζει στον υπερθετικό βαθμό. Γι’ αυτό το παιδί δεν ψιθυρίζει. Μπορεί να μασάει, ενίοτε, τα λόγια του, αλλά κυριολεκτικά και όχι από υστεροβουλία ή ιδιοτέλεια. Το παιδί φωνάζει τα θέλω του, όχι για να ξορκίσει την απόγνωση, αλλά γιατί δεν ξέρει άλλο τρόπο. Περιέργως, μάλιστα, επείγεται. Οποιαδήποτε προσπάθεια να πειστεί πως έχει όλη τη ζωή μπροστά του θα πέσει, εννοείται, στο κενό. Ακόμα κι όταν αναγκάζεται να παίξει το «όταν μεγαλώσω...», το κάνει μόνο και μόνο για να μη στεναχωρήσει τους μεγάλους που μεγάλωσαν και που του είναι αδύνατον να φανταστεί πως υπήρξαν κάποτε κι αυτοί παιδιά... Πολύ γρήγορα αφήνει κατά μέρος τις ανόητες προβολές για να ορμήξει στη λακούβα με τα απόνερα της χτεσινής βροχής.
Το παιδί δεν φοβάται τη λάσπη. Δεν διστάζει να κυλιστεί στον βούρκο. Το παιδί αγνοεί την αξία της μεταφοράς. Το παιδί κυριολεκτεί. Έτσι, κάνει τη λάσπη ρούχο του, πολύτιμο λάφυρο μιας αναίμακτης μάχης που έχει πάντα μόνο νικητές. Καμιά ανάγκη δεν έχει από καμουφλάζ. Κι αν καμιά φορά γίνεται αγκάθι τη μια και τριαντάφυλλο την άλλη, αυτό το κάνει για ν’ αποτίσει φόρο τιμής στη δόλια ομορφιά των λουλουδιών κι όχι για να ξεγελάσει. Εξάλλου, το παιδί δεν αναγνωρίζει όρια και κανόνες, ώστε να τους υπονομεύσει με τερτίπια και καμώματα. Τέτοιες στρατηγικές απαιτούν υπομονή που δεν διαθέτει. Από επιμονή, πάντως, άλλο τίποτε...
Το παιδί δεν φοβάται το σώμα του. Δεν το ανταγωνίζεται ούτε το τιμωρεί με δίαιτες, ας πούμε, και γυμναστικές, αν και συχνά πυκνά το πληγώνει – χωρίς πρόθεση όμως. Το παιδί αποδέχεται το άτρωτο σώμα του με συγκρατημένη υπερηφάνια. Ευτυχώς, δεν γνωρίζει ακόμα –και του είναι αδύνατον να φανταστεί– πως θα ’ρθει ώρα, αργότερα, που θα προδοθεί απ’ αυτό το ίδιο σώμα, πιθανόν και με φρικτό τρόπο.
Το παιδί δεν φοβάται τη φωτιά. Τουλάχιστον μέχρι να καεί – πάει να πει, μέχρι να πάψει να είναι παιδί, γιατί κι αυτό κάποτε αναπόφευκτα συμβαίνει.
Μέχρι τότε το παιδί δεν θα φοβάται το σκοτάδι. Το σκοτάδι θα φοβάται το παιδί – γιατί το παιδί φέγγει, αυτόφωτο. 


ΥΓ: Το κείμενο αυτό γράφτηκε για τον κατάλογο της έκθεσης φωτογραφίας της καλής φίλης Νέλλης Τραγουστή, πριν από λίγα χρόνια στην Πάτρα. Εδώ συνοδεύεται από μια δική μου φωτογραφία.

Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2014

Ο Ρωμανός και οι μελωδοί

Ο Νίκος Ρωμανός παλεύει για ένα δικαίωμά του – και δεν έχει καμιά μα καμιά σημασία αν όντως θέλει να σπουδάσει Διοίκηση Επιχειρήσεων (λες και, αν ήθελε να σπουδάσει Ιχθυολογία, ας πούμε, το αίτημά του θα είχε άλλο βάρος).

Το ότι παλεύει κατ’ αυτόν τον τρόπο αποδεικνύει απλώς ότι η πολιτεία δεν προστατεύει τα δικαιώματα των πολιτών με την ίδια προθυμία.

Το ζούμε, άλλωστε, καθημερινά. Προστατεύεται το όνομα των δύο προέδρων ΠΑΕ της Super League που κατηγορούνται για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση (οργάνωση που καταλήστευε στήνοντας ποδοσφαιρικούς αγώνες), ενώ, ελαφρά τη καρδία, δημοσιοποιούνται οι φωτογραφίες οροθετικών γυναικών που είχαν καταφύγει στην πορνεία για να επιβιώσουν.

Ο Ν. Ρωμανός βρίσκεται για δεύτερη –τουλάχιστον– φορά αντιμέτωπος με ένα κράτος που επιλέγει τίνος τα δικαιώματα θα προστατέψει. Την προηγούμενη, πριν από έξι χρόνια, ένας οπλισμένος εκπρόσωπος αυτού του κράτους αρνήθηκε στον Αλέξη Γρηγορόπουλο το δικαίωμά του να περπατάει σ’ ένα στενό των Εξαρχείων. Η σφαίρα από το όπλο του συμπτωματικά μόνο βρήκε τον Αλέξη και όχι τον Νίκο.

Έχει ενδιαφέρον ότι, σήμερα, για το ίδιο δικαίωμα τσιρίζει στη Βουλή ο Άδωνης Γεωργιάδης, μιλώντας για «άβατο» των Εξαρχείων.

Το ίδιο δικαίωμα διεκδικεί –μελωδικά– ο Κωστής Μαραβέγιας που θέλει να φιλήσει το κορίτσι του Κυριακάτικα σε καθαρά παγκάκια. Φαντάζομαι πως, αν θελήσει να φιλήσει το κορίτσι του βραδιάτικα σε καθαρό παγκάκι, θα τα βάλει και με τους άστεγους.

Γι’ αυτό το δικαίωμα γαβγίζει ο Μιχάλης Τσαουσόπουλος, που ζητά ν’ αδειάσει η πλατεία Συντάγματος από τους πρόσφυγες, αδιαφορώντας για το γεγονός ότι κι εκείνοι διεκδικούν το δικαίωμά τους στη ζωή, ώστε να μπορέσουν κάποτε να κόβουν βόλτες στις πλατείες.

Οι ληστές στο Βελβεντό, ανάμεσά τους και ο Ρωμανός, ξυλοφορτώθηκαν ανελέητα μετά τη σύλληψή τους - ίσως επειδή κρατούσαν καλάσνικοφ. Άραγε ερευνήθηκε το ενδεχόμενο καταπάτησης των δικαιωμάτων τους ως κρατουμένων, και τι έδειξε αυτή η έρευνα; Προχθές, μόλις, είδαμε έναν αστυνομικό να χτυπάει έναν διαδηλωτή, ενώ είχε ήδη συλληφθεί και του είχαν περάσει χειροπέδες. Θα ερευνηθεί, άραγε, το περιστατικό, όπως επιβάλλουν οι κανόνες της Δημοκρατίας;

Έχει ενδιαφέρον ότι κανένας δεν διανοήθηκε να ξυλοφορτώσει τον Βασίλη Παπαγεωργόπουλο, που καταλήστευσε τον Δήμο Θεσσαλονίκης, ούτε τον Άκη Τσοχατζόπουλο για τα ακριβά ανομήματά του, αν και σχετίζονταν με όπλα - ίσως επειδή δεν επρόκειτο για καλάσνικοφ.

Έχει ενδιαφέρον ότι η πολιτεία δεν επέδειξε την ίδια ζέση στην περίπτωση του Μιχάλη Χριστοφοράκου, επιτρέποντάς του να την κοπανήσει και σε όσους ευεργετήθηκαν από την εγκληματική του δράση, εγκληματώντας και οι ίδιοι, να κυκλοφορούν ελεύθεροι, ασκώντας τα δικαιώματά τους σε παγκάκια και πλατείες.

Έχει εξίσου μεγάλο ενδιαφέρον ότι, αφού ανένηψε και αποκήρυξε τις νεανικές του ακρότητες, ο Μάκης Βορίδης, με το πράο, αφ’ υψηλού ύφος του και τα τσεκουράτα λόγια του, μέμφεται όσους υπερασπίζουν τα δικαιώματα κάποιου που έχει τελέσει αξιόμεμπτες πράξεις.

Αν θέλουμε να πάψουμε κάποτε να τροφοδοτούμε τη συζήτηση περί Χούντας που δεν τελείωσε, αν θέλουμε η Δημοκρατία μας να δικαιώσει το όνομά της, πρέπει επειγόντως να αποφασίσουμε να σεβόμαστε τα δικαιώματα όλων εξίσου.

Αυτό που φοβόμαστε, όπως έσπευσε να το διατυπώσει με τη γνωστή αθυροστομία του ο Γιάννης Μπουτάρης, είναι πως ο Νίκος Ρωμανός θα καταχραστεί την εμπιστοσύνη της πολιτείας, ενώ θα ασκεί το δικαίωμά του στη μόρφωση.

Απ’ όσο ξέρω, το κράτος διαθέτει χεροδύναμους αστυνομικούς που, ενίοτε, περνούν άνετα για κουκουλοφόροι, και υπερκοριούς που δεν τους ξεφεύγει τίποτε, εκτός κι αν συμβαίνει γύρω απ’ την πλατεία Μαβίλη. Ας αξιοποιήσει, λοιπόν, τα όπλα του τότε.

Αφού πρώτα έχει αποδείξει ότι είναι κράτος δικαίου.



ΥΓ: Στη φωτογραφία, ανέμελος πολίτης σε παγκάκι, ασκεί το δικαίωμά του να διαβάζει στη βροχή, περιμένοντας ίσως το κορίτσι του.




Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2014

Χρώματα



Τα χρώματα, λέει μια επιστημονική μελέτη, ΔΕΝ είναι χρώματα - είναι η αντίδραση των ματιών μας σε ακτίνες φωτός διαφορετικής συχνότητας. 

Δεν υπάρχουν χρώματα!

Τα επινοούμε κοιτάζοντας!

Ο κόσμος είναι άχρωμος. Τον βάφει το βλέμμα μας!


ΥΓ 1: Αυτό θα μπορούσε να είναι και ένα πολιτικό σχόλιο.

ΥΓ 2: Στη φωτογραφία ο 7 χρονος Αλέξης ρίχνει ένα γενναιόδωρο βλέμμα στον άχρωμο κόσμο.


Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2014

Περί ηρώων και τάφων



Από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή στον Κώστα κι από τον Ανδρέα Παπανδρέου στον Γιωργάκη - να μια σύντομη περιγραφή της πορείας της χώρας στη Μεταπολίτευση. 
Την ίδια ώρα, οι οπαδοί του Κώστα και του Γιωργάκη -οπαδοί: αυτή η φρικτή ράτσα-, γέμιζαν τη χώρα με "Ιωάννηδες", "Κωνσταντίνους" και "Αλέξανδρους", αποζητώντας περασμένα μεγαλεία κι ας ήταν σχεδόν ολοφάνερο πως οι τάφοι είχαν συληθεί προ πολλού.



Παρασκευή 7 Νοεμβρίου 2014

O γυμνός βασιλιάς



"Ο βασιλιάς είναι γυμνός!" φώναξε το πιτσιρίκι.
Γύρισαν όλοι και το κοίταξαν.
"Είναι γυμνός! Δεν βλέπετε; Δεν φοράει τίποτε!" συνέχισε εκείνο, ακάθεκτο.
Κάποιοι το κοίταξαν βλοσυρά. Άλλοι κούνησαν απλώς το κεφάλι. 
Κάποιοι άλλοι έσφιξαν τα χείλια ανασηκώνοντας τα φρύδια.
Το πιτσιρίκι το βούλωσε κάποτε.
Και τότε όλοι συνέχισαν να παρακολουθούν τη βόλτα του γυμνού βασιλιά.
Το πιτσιρίκι μεγάλωσε, κι όπως ήταν αναμενόμενο, έγινε ένας άκαρδος ξερόλας.



Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2014

Τετάρτη 8 Οκτωβρίου 2014

Αγριόχορτα

Στη μονάδα που υπηρέτησα οι λιγοστοί φαντάροι λάτρευαν, παραδόξως, τον Διοικητή. Όχι μονάχα γιατί δεν ήταν ιδιαιτέρως αυστηρός, αλλά και γιατί είχε μια δική του μέθοδο αποψίλωσης: κάθε τόσο καταβρέχαμε τα αγριόχορτα με αεροπορικό καύσιμο και τους βάζαμε φωτιά!

Κάποια στιγμή τόλμησα να σχολιάσω τη σπατάλη. Εννοείται πως οι συνάδελφοι με πήραν στο ψιλό, ενώ ο Διοικητής μου πρότεινε ψύχραιμα, αν ήθελα, εγώ να χρησιμοποιώ την τσάπα! 

Η αλήθεια είναι πως δεν ήθελα. 

Ο παραλογισμός, ωστόσο, δεν έπαψε να με απασχολεί. Μέχρι που, λίγες μέρες αργότερα, ένας συνάδελφος που δούλευε στο πρώτο γραφείο μού αποκάλυψε πως οι αξιωματικοί της μονάδας έγραφαν παραπανίσιες ώρες πτήσης καθημερινά, ώστε να συμπληρώνουν νωρίτερα, και με λιγότερο κόπο, το όριο που απαιτούνταν για να πάρουν το πτητικό τους επίδομα.

Αποκάλυψη, τώρα! Προφανώς, ήταν αδύνατο να εξηγηθεί το περίσσευμα στο αεροπορικό καύσιμο, εξ ου και η πρωτότυπη, ξεκούραστη μέθοδος αποψίλωσης.

Λίγο καιρό αργότερα με κάλεσαν στο Τάγμα. Ο λοχαγός του Α2 μου πρότεινε να κάνουμε μαζί μια βόλτα. Χωρίς περιστροφές με ρώτησε αν ήμουν αναρχικός.
Το επίθετό του ήταν Νάνος. 

Δεν θα το ανέφερα αν δεν αποτύπωνε τόσο γλαφυρά το ηθικό, αισθητικό και διανοητικό μέγεθος όλων όσοι μοχθούν καθημερινά ώστε να μην πάψουμε στιγμή να νομίζουμε πως παίζουμε, εκόντες άκοντες, σ' ένα θέατρο του παραλόγου...


ΥΓ: Αυτή την ιστοριούλα, μαζί με κάμποσες ακόμα απ' τον Στρατό, είχα σκοπό να τη συμπεριλάβω στα Σουβενίρ από την Κόλαση. Τη δημοσιεύω όμως εδώ σήμερα, λόγω της τραγικής επικαιρότητας, και την αφιερώνω σε όλους τους νάνους της κρατικής μηχανής που μας κλέβουν τη ζωή... 


Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2014

Γόπες με κοκκινάδι

Οδός Ακομινάτου 2013
Για ένα φεγγάρι δούλεψα στον Οργανισμό Σχολικών Κτιρίων. Η πρακτική άσκηση ήταν υποχρεωτική αν ήθελες να πάρεις πτυχίο. Πληρωνόμασταν ψίχουλα, αλλά υποτίθεται πως έτσι αποκτούσαμε εμπειρία. Πάντως δεν είχαμε τίποτε φοβερό να κάνουμε˙ απλώς παρακολουθούσαμε έναν από τους μηχανικούς του Οργανισμού επί το έργον. Η εμπειρία που απέκτησα δουλεύοντας σ’ έναν δημόσιο οργανισμό επί τρεις μήνες συνοψίζεται στις δυο φαινομενικά άσχετες μεταξύ τους ιστοριούλες που ακολουθούν.
Δυο γωνίες παρακάτω από τον ΟΣΚ υπήρχε ένα καφενείο. Κάθε φορά που δημοπρατούνταν ένα σχολείο, οι εργολάβοι που συνεργάζονταν με τον Οργανισμό συγκεντρώνονταν εκεί κι αποφάσιζαν μεταξύ τους ποιος θα έπαιρνε το έργο. Συμπλήρωναν έπειτα στα χαρτιά τους το ποσοστό της έκπτωσης που προσέφεραν επί του προϋπολογισμού και μόνον τότε σφράγιζαν τους φακέλους που θα υπέβαλαν. Συνέχαιραν εκείνον που είχαν συμφωνήσει πως θα έδινε τη μεγαλύτερη έκπτωση και τον άφηναν τελευταίο, να πληρώσει τους καφέδες. Φεύγοντας, για να καταθέσουν τις άσφαιρες προσφορές τους, άφηναν πίσω τους τασάκια ξέχειλα από τσιγάρα και κάμποσα πούρα. Έπειτα εισέβαλαν θορυβωδώς στο κτίριο του Οργανισμού, μοιράζοντας δεξιά αριστερά χαρωπές καλημέρες και σόκιν ανέκδοτα.
Δυο γωνίες παραπάνω από τον ΟΣΚ, πηγαίνοντας για δουλειά κάθε πρωί, συναντούσα μια μεσόκοπη γυναίκα, άσχημη, χοντρή και ασουλούπωτη, με την πλάτη γερμένη στη μάντρα πίσω της, με το μαλλί βαμμένο ξανθό, κι ένα λεπτό, μακρύ τσιγάρο κολλημένο στα κατακόκκινα χείλια της. Το θλιβερό παρουσιαστικό της, η ώρα, καθώς και το γεγονός ότι στην περιοχή επικρατούσε ερημιά καθιστούσαν την περίσταση σχεδόν τραγική. Κάθε φορά που περνούσα από μπροστά της χαμήλωνα το βλέμμα˙ μου φαινόταν άπρεπο να την παρατηρώ επί το έργον.
Κάθε μεσημέρι, φεύγοντας, μετρούσα τις γόπες με το κοκκινάδι που είχε πετάξει, περιμένοντας, στη ρίζα του λυμφατικού δέντρου, μπροστά της. Κάθε μεσημέρι αναρωτιόμουν αν έλειπε επειδή είχε βρει πελάτη ή επειδή είχε βαρεθεί να περιμένει καπνίζοντας.

ΥΓ: Από τα Σουβενίρ...


Παρασκευή 20 Ιουνίου 2014

Μπάλα είναι και γυρίζει


...Την επόμενη Κυριακή ο Θορν μάς πήγε στο γήπεδο. Υποθέτω ότι κι αυτό το έκανε για μας. Όχι γιατί το ήθελε αυτός! Και τότε πώς εξηγείται ότι σε όλη τη διάρκεια του παιχνιδιού εγώ καθόμουνα ήσυχος στη θέση μου, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, ενώ ο Θορν ήταν συνεχώς όρθιος και ούρλιαζε μαζί με όλους τους άλλους επειδή η ομάδα τους κέρδιζε;
Το σιχαίνομαι το ποδόσφαιρο. Και να παίζω και να βλέπω σιχαίνομαι. Είναι εντελώς ηλίθιο παιχνίδι. Είκοσι δύο βλαμμένοι τρέχουν συνεχώς πάνω κάτω σ' ένα γήπεδο, κυνηγώντας μια μπάλα και ο ένας προσπαθεί να τη βάλει στο τέρμα του άλλου. Γιατί; Ποιος ξέρει! Πάω στοίχημα ότι άμα ρωτήσεις κάποιον από τους παίχτες θα σε κοιτάει με το στόμα ανοιχτό και δε θα ξέρει τι να πει. Εντάξει, δεν είναι και πολύ έξυπνοι οι παίχτες. Θέλω να πω, τους βλέπω και στην τηλεόραση μετά από κάθε παιχνίδι που μιλάνε. Ε, όλο τα ίδια λένε: "Στην αρχή δεν παίξαμε και πολύ καλά, αλλά στο δεύτερο ημίχρονο παίξαμε καλύτερη άμυνα και τρέχαμε πιο πολύ στην επίθεση και βάλαμε δύο γκολ". Φοβερό! Θέλω να πω, σου λένε αυτό που έχεις δει. Σου λένε τι είδες! Σου περιγράφουν αυτό που πήγες και πλήρωσες για να το δεις! Και δεν είναι μονάχα αυτό. Το χειρότερο είναι που κάποιοι πάνε και τους ρωτάνε: "Πες μας τη γνώμη σου για το σημερινό παιχνίδι..." Τώρα που το σκέφτομαι ίσως και να μη φταίνε οι παίχτες. Αφού πάει κάποιος και τους περιμένει έξω απ' το γήπεδο και τους ρωτάει, "πες μας τη γνώμη σου για το παιχνίδι", ε, τι να κάνουν κι αυτοί, τη λένε. Η πλάκα είναι πως αυτός που ρωτάει έχει δει το παιχνίδι. Ξέρει τι έγινε. Κι όμως πάει και ρωτάει τους παίχτες. Κι αυτοί του λένε. Κι εμείς τους ακούμε!
Επίσης, αυτοί οι παίχτες παίρνουν πάρα πολλά λεφτά, γιατί, όπως λέει ο Θόρν, "φέρνουν πάρα πολλά λεφτά". Τώρα εγώ αυτό δεν το καταλαβαίνω. Εγώ θα το απαγόρευα το ποδόσφαιρο άμα μπορούσα. Εντάξει, όχι εντελώς. Άμα τους αρέσει τόσο πολύ να παίζουν, να παίζουνε χωρίς λεφτά. Κι όποιος θέλει να πηγαίνει και να τους βλέπει. Ο Θορν λέει πως άμα ήτανε τσάμπα κανείς δεν θα πήγαινε στο γήπεδο. Κι αυτό τρελό μου φαίνεται, αλλά ο Θορν λέει πως χωρίς λεφτά το ποδόσφαιρο δεν θα είχε κανένα ενδιαφέρον. Εγώ λέω πως ούτε τώρα έχει κανένα ενδιαφέρον.
Τέλος πάντων, σημασία έχει πως εγώ το σιχαίνομαι το ποδόσφαιρο, και στο γήπεδο βαριέμαι πάρα πολύ. Είναι και το άλλο που μου φαίνεται παράλογο. Αυτό με τον διαιτητή. Υποτίθεται ότι υπάρχει για να λέει τι επιτρέπεται και τι όχι. Επειδή οι παίχτες ποτέ δε θα συμφωνούσαν μεταξύ τους. Αλλά κι αυτός, ο διαιτητής δηλαδή, πολλές φορές κάνει λάθος. Και το βλέπουν όλοι ότι κάνει λάθος και φωνάζουν και τον βρίζουνε. Αλλά τίποτα δεν γίνεται. Ακόμα κι όταν δείχνει το παιχνίδι η τηλεόραση και όλοι μπορούν να δουν ότι ο διαιτητής κάνει λάθος, πάλι τίποτα δεν γίνεται.
Εμένα αυτό που με τσαντίζει πιο πολύ απ' όλα είναι που φοράει μαύρα κι άμα θέλει βγάζει έξω τους παίχτες. Τους δείχνει κόκκινη κάρτα κι αυτοί φεύγουν από το παιχνίδι. Και λάθος να έχει κάνει, ο παίχτης πρέπει να φύγει απ' το γήποεδο. Αυτό είναι πολύ άδικο. Να σε διώχνει κάποιος με το έτσι θέλω. Εγώ άμα ήμουνα παίχτης δεν θα το ανεχόμουνα με τίποτα...

ΥΓ: Ο Ζίγκι (απ' τον Μάρφαν) εξηγεί στο Ημερολόγιο ενός εξωγήινου γιατί δεν θέλει με τίποτε να βγει απ' το παιχνίδιΣτη φωτογραφία ποδοσφαιριστές ζωγραφισμένοι με κιμωλία σ' έναν τοίχο στην Κωνσταντινούπολη. 



Σάββατο 31 Μαΐου 2014

Ασσουρμπανιπάλ


Εκείνη την εποχή το γυμνό ήταν δυσεύρετο. Κυκλοφορούσαν, βέβαια, κάποια περιοδικά, μίζερα και κακοτυπωμένα, μεθοδικά κρυμμένα από τους περιπτεράδες σε σημεία όπου ήταν αδύνατον να φτάσεις χωρίς να καταλάβει όλος ο κόσμος τι ζητούσες. Κάποιοι συμμαθητές μου αντάλλασσαν μαυρόασπρα κόμικς με γελοία ονόματα και καυτό ερωτικό περιεχόμενο, αλλά εγώ δεν ανήκα στο κύκλωμα.
Μοναδική μου διέξοδος ήταν ένας τόμος της σειράς Οι Μεγάλοι όλων των Εποχών – ο πατέρας την είχε αγοράσει με δόσεις, παίρνοντας δώρο και δυο μικρές προτομές, μια του Μπετόβεν και μια του λόρδου Βύρωνα, που τις είχαμε στο πάνω πάνω ράφι της βιβλιοθήκης μας.
Ο τόμος στον οποίο αναφέρομαι ήταν αφιερωμένος στον Ντελακρουά. Το στήθος της Μαριάν –όπως έμαθα αργότερα ότι τη λέγαν– το έβρισκα ακαταμάχητο˙ έτσι κι αλλιώς ήμουν πολύ μικρός για να παρασυρθώ από τις επαναστατικές συμπαραδηλώσεις του πίνακα. Η Μαριάν, φυσικά, ήταν καλή, αλλά μονάχα για ζέσταμα. Γιατί λίγο παρακάτω υπήρχε ο Σαρδανάπαλος, το πιο αισθησιακό θέαμα της παιδικής μου ηλικίας, απλωμένος μάλιστα σε δύο σελίδες: ένας μουσάτος, βλοσυρός τύπος με τουρμπάνι, αραχτός στο κρεβάτι, ενώ οι σκλάβοι του έσφαζαν στα πόδια του τα ζώα και τις οδαλίσκες του – μισόγυμνες, εννοείται.
Υπήρχαν κι άλλοι τόμοι αφιερωμένοι σε αληθινά μεγάλους, όπως ο Ντα Βίντσι κι ο Μιχαήλ Άγγελος, ο Μότσαρτ κι ο Μπετόβεν, και πάει λέγοντας. Τους είχα ρίξει μια ματιά. Αλλά ο Ντελακρουά δεν συγκρινόταν με κανέναν άλλο.
Νομίζω πως ο πατέρας δεν κατάλαβε ποτέ την πραγματική χρησιμότητα των τριάντα τόμων – επιλογή για την οποία καμάρωνε συχνά πυκνά. Εκτός του ότι γέμιζαν ένα ράφι από το σκρίνιο που τοποθετήθηκε λίγα χρόνια αργότερα στο σαλόνι μας, πάω στοίχημα ότι πίστευε ακράδαντα πως διεύρυναν τις εγκυκλοπαιδικές μας γνώσεις.
Ισχύει εν μέρει.

ΥΓ: Ακόμα ένα Σουβενίρ από την Κόλαση.

Πέμπτη 8 Μαΐου 2014

Γυμνοί στον ήλιο


Βλέπει ένα τσούρμο δεκαεφτάχρονα να τρέχουν σαν δαιμονισμένα προς την παραλία, εκείνο το σούρουπο του ’77, πετώντας καθ’ οδόν τα ρούχα τους, και μαζί κάθε ίχνος σεμνοτυφίας μεθοδικά ενσταλαγμένης από ακάματους μεσοαστούς γονείς, κάθε ψήγμα αναστολής επίμονα υπαγορευμένο από μια κοινωνία που παραπατούσε ζαλισμένη ακόμα από το ανατολίτικο άρωμα της ορθόδοξης παράδοσής της, ενώ είχε βάλει ρότα από καιρό να παραδοθεί στην προχωρημένη Δύση.
Τους βλέπει –τώρα τους βλέπει!- να φτάνουν στο νερό με τα γυμνά νώτα τους επιδεικτικά στραμμένα στη χώρα των γονιών και των παππούδων τους˙ τους βλέπει να βουτάνε με φόρα στη χρυσοκόκκινη αγκαλιά του Ιονίου λες και δραπέτευαν, λες κι είχαν σκοπό να περάσουν κολυμπώντας απέναντι, τους βλέπει να βουλιάζουν ο ένας τον άλλο με άγρια χαρά, σε μια ιδιότυπη τελετή ομαδικής βάπτισης, ή εξαγνισμού τέλος πάντων, στη διάρκεια της οποίας οι δούλοι του Θεού των προγόνων τους δήλωναν απερίφραστα τη θέλησή τους να γίνουν αφέντες του εαυτού τους.
Τους βλέπει να βγαίνουν αναβαπτισμένοι απ’ το νερό και να ξαπλώνουν λαχανιασμένοι στα μικροσκοπικά χαλίκια, ανοίγοντας ευλαβικά τα ευαγγέλιά τους –τον Κάφκα τους και τον Έσσε τους, τη Δίκη τους και το Ντέμιαν και το Σιντάρτα τους, τον Φύλακα στη σίκαλη και τη Νόσο του Πορτνόυ, εκείνο ή κάποιο από τα επόμενα καλοκαίρια-, τους ακούει καθαρά να διαβάζουν περικοπές ο ένας στον άλλον, να απαγγέλουν κατεβατά από στίχους των αγίων ποιητών με τον γλυκό φανατισμό του νεοφώτιστου...
Τι γύρευαν εκείνα τα δεκαεφτάχρονα στην παραλία – αναρωτιέται. Κι ακόμα: είχαν ιδέα τι γύρευαν; Και το πιο σημαντικό – είχαν, δεν είχαν ιδέα: τι βρήκαν; Οπωσδήποτε όχι απλώς μια παραλία...
Θυμάται τη γεύση του νοτισμένου χώματος που πλημμύριζε το στόμα της εκείνο το σούρουπο του ’77˙ την ανατριχίλα που της έφερνε η ανάμνηση ενός βαθύσκιωτου κήπου˙ το άρωμα από τα ξινά –δυο λεμονιές και μια μανταρινιά- που ’χε φυτέψει ο παππούς στο πατρικό της μάνας της στο Χαλάνδρι. Θυμάται και την έκπληξή της, καθώς όλ’ αυτά ζωντάνευαν με την πιο απροσδόκητη αφορμή˙ πώς ήταν δυνατόν, σκεφτόταν τότε, να στέκεται καταμεσής μιας άνυδρης και άδεντρης παραλίας κι η ψυχή της ν’ αγαλλιάζει ανακαλώντας μια αγκαλιά από δροσερό σκοτάδι;
Αυτό είχε βρει εκείνη: έναν κήπο-καταφύγιο κι ας μη φύτρωναν δέντρα εδώ. Ένα αθέατο κομμάτι γης, όπου, αναμάρτητος ακόμα, πας και θάβεις τους άχρηστους θησαυρούς σου – τεκμήρια, δηλαδή, αθωότητας, σχολαστικά επιλεγμένα και ζουληγμένα με άφατη τρυφερότητα, συνήθως μέσα σ’ ένα στρογγυλό σιδερένιο κουτί από μπισκότα Παπαδοπούλου.
Αυτό είχαν βρει: μια Εδέμ που θύμιζε κρανίου τόπο! Έναν παράδεισο χωρίς δέντρο του Καλού και του Κακού, όπου μπορούσαν να περιφέρονται γυμνοί στον ήλιο, χωρίς φύλλο συκής εννοείται, χωρίς να λογαριάζουν φίδια, άσε που δάγκωναν άφοβα τα μήλα...
Είχαν βρει ένα μέρος όπου κανείς δεν δικαιούνταν να τους ζητήσει τίποτε. Ένα μέρος όπου το μόνο που χρειαζόταν να σκεφτείς ήταν αν θα βουτήξεις τώρα ή τρία λεπτά αργότερα. Ένα μέρος όπου λογοδοτούσαν μονάχα στο χώμα και το νερό και τον αέρα και τη φωτιά που άναβαν κακήν κακώς τα βράδια, κι όχι γιατί έτσι κάνουν τα δεκαεφτάχρονα στις παραλίες – όχι! Άναβαν φωτιά για να ειδοποιήσουν το μέλλον τους πως όπου να ’ναι έρχονται, και την άναβαν μεγάλη, ώστε η φρυκτωρία τους να μην αφήνει περιθώρια παρερμηνείας! Να μην κάνει μετά το μέλλον τον ανήξερο – ετούτοι που έρχονται δεν είναι όποιοι κι όποιοι...

ΥΓ: Ένα απόσπασμα από Τα Παιδιά του Κάιν με αφορμή την επίκαιρη συζήτηση για το αν είναι στραβός ο γιαλός ή αν εμείς στραβά αρμενίζουμε.

Τρίτη 25 Μαρτίου 2014

Λάβαρα

Υπάρχουν και άλλες παρελάσεις. 
Χωρίς εξέδρες.
Χωρίς επισήμους. 
Χωρίς καλοχτενισμένα κεφάλια. 
Χωρίς πόζα και παράσημα. 

Κάτι παρελάσεις αυθόρμητες, 
χωρίς συντονισμό στο βήμα, 
χωρίς στολές, 
με κάτι θλιβερά, αυτοσχέδια λάβαρα...

Όπλο άλλο δεν θα δεις εκεί 
εκτός από την αποφασιστικότητα
με την οποία βαδίζει κόντρα στο ρεύμα...

Δεν θα ακουστούν ηχηρά συνθήματα,
δεν θα υπάρξει καμιά μνεία στο ηθικό ή στο φρόνημα,
κανένας θαυμασμός δεν θα φωτίσει το βλέμμα των περαστικών...
Το πολύ πολύ να ανασηκώσουν τα φρύδια με απορία.

Η απάντηση στο ερώτημα, που ίσως και να μη διατυπωθεί καν,
είναι πως πρόκειται για κάποιον ξεσηκωμό μάλλον προσωπικό...

Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2014

Επιβάτες

 Επιβιβαστήκαμε εκόντες άκοντες. Ιδέα δεν είχαμε πού πηγαίναμε, αλλά τι νόημα είχε να περιμένουμε κι άλλο στη στάση; 

Ο οδηγός, βλοσυρός, έμοιαζε απορροφημένος από τα φτηνά λαϊκά που έπαιζε το ραδιοφωνάκι του. Δεν φαινόταν να μοιράζεται την αγωνία μας. Κοιτούσε μπροστά λες και ήξερε πολύ καλά πού πήγαινε και απλώς δεν έμπαινε στον κόπο να μας καθησυχάσει. Ούτε να ρίξει μια ματιά στον καθρέφτη - λες κι ήταν μόνος του.

Η πόλη, έξω, έρημη κι απειλητική. Σκιές ανθρώπων να γλιστρούν στα βρόμικα πεζοδρόμια, χωρίς να ξέρουν τι τους περιμένει πίσω απ' τη γωνία. Πουτάνες και πρεζάκια να περιμένουν -τι; ποιον;- μπροστά στα κατεβασμένα ρολά με εκείνα τα κίτρινα τσιρότα με τα κόκκινα γράμματα, τα πωλητήρια - πληγές που δεν λένε να επουλωθούν.

Οι επιβάτες λιγοστοί. Αποφεύγαμε να κοιταχτούμε, πόσο μάλλον να μιλήσουμε. Ακόμα κι όταν ο ένας έπιανε τον άλλον να κατεβάζει βιαστικά τα μάτια από τον πίνακα ανακοινώσεων - ακόμα και τότε... 

Τα ακατανόητα σύμβολα, φτιαγμένα από κόκκινες τελίτσες, να τρέχουν με μανία πάνω στο μαύρο φόντο και κανείς να μην ξέρει αν απειλούν ή αν υπόσχονται.

Θα φτάσουμε; Θα βρούμε τον δρόμο ανοιχτό; Θα προλάβουμε;

Και κάθε τόσο η πόρτα ν' ανοίγει και ν' ανεβαίνουν κι άλλοι. Εξίσου απελπισμένοι απ' την αναμονή. Εξίσου ανήσυχοι για την τόλμη τους ν' ανέβουν. Εξίσου καχύποπτοι και φοβισμένοι. 

Σε λίγο θα αντικρίσουν κι εκείνοι τους ακατανόητους χρησμούς και αυτομάτως θα αναζητήσουν ένα ανώδυνο αποκούμπι για το βλέμμα τους - τις μύτες των παπουτσιών τους, τις φευγαλέες βιτρίνες ή τη χιλιοδιαβασμένη πινακίδα με τις οδηγίες σε περίπτωση κινδύνου.

Θα υποκριθούν κι εκείνοι πως δεν χρειάζονται ενημέρωση για τη διαδρομή και τον τελικό προορισμό. Θα υποκριθούν κι εκείνοι πως το μυαλό τους δεν πάει σε ζοφερούς οιωνούς, παρά σε μια τυχαία βλάβη, σε μια στιγμιαία δυσλειτουργία τους συστήματος. 


ΥΓ: Τρίτη βράδυ στο "15", διασχίζοντας την Πατησίων. Ελεύθερος συνειρμός επιστημονικής φαντασίας πάνω στο "μεταφορικό" όχημα.

Τετάρτη 12 Φεβρουαρίου 2014

Olympiaδα

To Opel του θείου Μίμη ήταν σαράβαλο. Αυτό δεν τον εμπόδιζε τα καλοκαίρια να μας βάζει όλους στην καρότσα και να πηγαίνουμε στο Μάτι ή στο Κόκκινο Λιμανάκι για μπάνιο. Μπροστά έμπαιναν πάντα η μάνα και η θεία η Καλλιόπη. Ο πατέρας ανέβαινε πίσω, μαζί μας.
Για κάποιον ανεξήγητο λόγο κάναμε σαν τρελοί από χαρά, κάθε φορά που θα πηγαίναμε για μπάνιο με το πανάρχαιο Opel του θείου. Η διαδρομή ήταν σκέτο μαρτύριο. Η καρότσα βρομούσε ποδαρίλα και κάτω από την τέντα ήταν σαν μέσα σε θερμοκήπιο. Σαν να μην έφτανε αυτό, το Opel έκαιγε λάδια, με αποτέλεσμα να τσούζουν τα μάτια μας και να φτάνουμε στην παραλία μαστουρωμένοι.
Τελευταία φορά, έλεγε κάθε φορά ο πατέρας, αλλά υπήρξαν πολλές τελευταίες φορές – μέχρι που πήραμε δικό μας αυτοκίνητο και δεν ξανανεβήκαμε στην καρότσα του Opel.
Ο θείος Μίμης πούλησε τελικά το Opel στον άνθρωπο που του προμήθευε αυγά. Ο ίδιος αγόρασε ένα φορτηγάκι Volkswagen. Θυμάμαι ότι κοροϊδεύαμε τον αυγουλά που αγόρασε το κελεπούρι, αν και το είχε πάρει για ψίχουλα.
Εμείς μπορεί να τον κοροϊδεύαμε, αλλά ο αυγουλάς την έκανε τη δουλειά του και με το παραπάνω. Κάθε τόσο τον βλέπαμε να περνάει έξω απ’ το σπίτι με την καρότσα φορτωμένη καρτέλες.
Μια μέρα, εκεί που τρώγαμε, ακούστηκε ένας ανατριχιαστικός θόρυβος από τον δρόμο. Τρακάρανε πάλι, είπε ο πατέρας και σηκώθηκε να βγει έξω, να δει. Η διασταύρωση Σολωμού και Κουντουριωτών ήταν τότε σκέτη καρμανιόλα. Τρέξαμε κι εμείς αμέσως ξωπίσω του, εννοείται.
Λίγο πιο πάνω, μεσ’ στη μέση του δρόμου, ήταν το Opel Olympia του θείου Μίμη, κομμένο στα δυο. Δεν είχε τρακάρει. Ο αυγουλάς, αφηρημένος, δεν μπόρεσε ν’ αποφύγει μια λακκούβα και το σάπιο αμάξωμα δεν άντεξε – κόπηκε στα δυο, εκεί που ενωνόταν η καρότσα με την καμπίνα του οδηγού.
Και πολύ κράτησε, είπε ο πατέρας που είχε κοντέψει κάποτε να σκοτωθεί μ’ αυτό το Opel στην Εθνική.
Ύστερα μας φώναξε να βοηθήσουμε τον απαρηγόρητο αυγουλά να ξεφορτώσει τις καρτέλες με τα αυγά που είχαν μείνει σώα. Όταν τελειώσαμε μας έδωσε μια καρτέλα για τον κόπο μας.
Τι να τα κάνω τόσα αυγά, αναρωτήθηκε η μάνα όταν τα είδε.
Το βράδυ ήρθε ο θείος ο Μίμης κι έφερε λουκάνικα για την ομελέτα, και οι μεγάλοι ήπιαν κρασί, κι έλεγαν ιστορίες με το Opel. Δεν έχω δει πιο χαρούμενο μνημόσυνο.


ΥΓ: Ακόμα ένα Σουβενίρ από την Κόλαση.

Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2014

Τι είν’ η πατρίδα μας;


Υπάρχουν δύο ειδών Έλληνες: υπάρχουν εκείνοι που κάνουν τη δουλίτσα τους και εκείνοι που δουλεύουν.

Υπάρχουν εκείνοι που καίνε τα δάση κι εκείνοι που καίγονται.

Εκείνοι που χτίζουν στα καμένα κι εκείνοι που τρέχουν στις αναδασώσεις.

Υπάρχουν εκείνοι που καταθέτουν το περίσσευμά τους στις ελβετικές τράπεζες κι εκείνοι που καλούνται από το υστέρημά τους να πληρώσουν τα σπασμένα.

Εκείνοι που παρκάρουν όπου βρουν κι εκείνοι που αναζητούν απεγνωσμένα τρόπο να περάσουν ανάμεσα στα παρκαρισμένα.

Εκείνοι που γεμίζουν με σκυλόσκατα τα πεζοδρόμια κι εκείνοι που, με την τσίμπλα στο μάτι, κάνουν ζιγκ-ζαγκ στις νεραντζιές για να τα αποφύγουν.

Εκείνοι που κολυμπάνε ξέγνοιαστοι σε αδήλωτες πισίνες κι εκείνοι που κολυμπάνε στον ανασφάλιστο ιδρώτα τους.

Εκείνοι που αγοράζουν βίλες με τις μίζες –και με το αζημίωτο, μάλιστα- κι εκείνοι που ξεσπιτώνονται προκειμένου να καλυφθούν οι ζημιές.

Υπάρχουν εκείνοι που, αν και καταδικασμένοι, κυκλοφορούν ελεύθεροι κι εκείνοι που είναι καταδικασμένοι να παρακολουθούν ανήμποροι το στημένο παιχνίδι.

Υπάρχουν εκείνοι που μπαινοβγαίνουν απ’ τα παράθυρα των νόμων κι εκείνοι που, αν και ίσοι μπροστά στον νόμο, τρώνε πάντα πόρτα.

Υπάρχουν εκείνοι που προμηθεύουν το Δημόσιο καταληστεύοντάς το και εκείνοι που, αφού πλήρωσαν τις εισφορές τους, τώρα βλέπουν τις παροχές τους να περικόπτονται για να ξορκίσουν τα ελείμματα.

Ο κατάλογος μοιάζει ατελείωτος. Το χάσμα έχει βαθύνει τόσο που μοιάζει πλέον αγεφύρωτο.

Κυρίως επειδή ανάμεσά τους, εδώ και δεκαετίες, υπάρχει μια κυβέρνηση που, ανεξαρτήτως ιδεολογικής απόχρωσης, ανέχεται και συντηρεί –αν δεν εκτρέφει κιόλας- τους πρώτους, ενώ εκμεταλλεύεται συστηματικά τους δεύτερους.

Οι πρώτοι, προφανώς, θα κάνουν τα πάντα για να μην αλλάξει τίποτε.

Οι δεύτεροι δεν κάνουν σχεδόν τίποτε, αν και θα ήθελαν να αλλάξουν όλα.

Α, ναι –παραλίγο να το ξεχάσω...


Υπάρχουν εκείνοι που θέλουν να στείλουν κακήν κακώς όλους τους ξένους πίσω στην πατρίδα τους κι εκείνοι που νιώθουν μονίμως ξένοι μέσα στην ίδια τους τη χώρα.

Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 2014

Προσ-κόμματα


  • O συγγραφέας αναζητά το αποτύπωμα της ανθρώπινης εμπειρίας μέσα στα όρια της γλώσσας. Ο καλός συγγραφέας αναζητά απάτητες περιοχές προς εξερεύνηση ή, όποτε αυτό δεν είναι εύκολο –που είναι και το σύνηθες–, ακολουθεί μονοπάτια που άνοιξαν άλλοι δίνοντας μια καινούργια καταγραφή της διαδρομής. Η ματιά του, το ξεχωριστό ύφος του είναι αυτό που δικαιώνει το εγχείρημα.
  • Το μόνο εργαλείο που διαθέτει ο συγγραφέας στην περιπέτεια της μέτρησης του κόσμου είναι η γλώσσα. Γι’ αυτό μετράει τα λόγια του. Γι’ αυτό γίνεται τόσο σχολαστικός με τα εξαρτήματα αυτού του ευαίσθητου οργάνου. Γι’ αυτό μάχεται για τις μετοχές του. Γι’ αυτό έχει άποψη για τη χρήση της άνω τελείας. Γι’ αυτό ξαγρυπνά για ένα κόμμα.
  • Ο συγγραφέας δεν παύει να είναι πολίτης. Αρκετές φορές στο παρελθόν συγγραφείς κλήθηκαν να συμμετάσχουν σε τηλεοπτικά πάνελ και να σχολιάσουν την πολιτική επικαιρότητα, με στόχο –υποθέτω– να σπάσουν τη μονοτονία της ξύλινης γλώσσας των εκπροσώπων του πολιτικού κόσμου.
  • Η κρισιμότητα των εκλογών του Μαΐου φαίνεται πως ώθησε κάμποσους συγγραφείς να πάρουν ενεργά μέρος στην προεκλογική μάχη. Οι περισσότεροι αρκέστηκαν σ’ αυτό που ξέρουν να κάνουν καλύτερα: έγραψαν τις απόψεις τους, σε εφημερίδες, blogs, μαχητικά ποστς και ευρηματικά …τουίτς. Άλλοι πάλι αποφάσισαν να θέσουν τον εαυτό τους στην κρίση των εκλογέων, κατεβαίνοντας ως υποψήφιοι βουλευτές.
  • Η ελπίδα πως αυτό θα σηματοδοτούσε μια τάση ανανέωσης του πολιτικού προσωπικού διαψεύστηκε πολύ γρήγορα. Αφενός γιατί κριτήριο υπήρξε και εδώ η τηλεοπτική αναγνωρισιμότητα, κριτήριο που έχει καταστήσει τα έδρανα της Βουλής σκηνικό σαπουνόπερας. Αφετέρου γιατί ήδη η συμμετοχή συγγραφέων-υποψήφιων βουλευτών σε προεκλογικές συζητήσεις με εκπροσώπους πολιτικών κομμάτων υπήρξε, δυστυχώς, μάλλον απογοητευτική.
  • Αλλού η παρουσία τους ήταν άχρωμη και άοσμη, καθώς οι κοινές τραπεζικές μετοχές με δικαίωμα ψήφου δεν είναι ακριβώς το είδος των μετοχών που παίζουν στα δάχτυλα οι συγγραφείς. Αλλού γιατί η κατάχρηση της δημοσιογραφικής άνω τελείας καταδικάζει την ευκρίνεια και την ευλυγισία του λόγου που υπηρετούν τα υπόλοιπα σημεία στίξης.
  • Ο συγγραφέας που εκπροσωπεί πολιτικό κόμμα σε τηλεοπτική, ιδίως, συζήτηση πρέπει να ζει ένα δράμα. Κι αυτό γιατί πρέπει να μιλήσει στη γλώσσα του κόμματος. Γλώσσα συχνά αλύγιστη, γλώσσα που ενίοτε εσκεμμένα υπεκφεύγει και αοριστολογεί, γλώσσα που κάποτε μασάει τα λόγια της…
  • Ο συγγραφέας, φοράει δεν φοράει γραβάτα, ασφυκτιά μέσα στο στενό κομματικό κοστούμι. Η νευρικότητά του δύσκολα κρύβεται. Χάνει κι αυτό ακόμα το χιούμορ του, σαν τον μοιχό που πιάστηκε επ’ αυτοφώρω. Κι όταν κάποτε οι λογοτεχνικές αναφορές του, αντί να εκτιμηθούν, γίνουν αντικείμενο χλεύης από εκπρόσωπο αντίπαλου κόμματος, ο συγγραφέας εξανίσταται και καταφεύγει –φεύ!– στην πανάρχαια γλώσσα του σώματος.

Για τον συγγραφέα ένα είναι το κόμμα! 



ΥΓ: Αυτό ήταν το τελευταίο κείμενο που δημοσίευσα στη στήλη "ANARTIST" του περιοδικού ΔΙΑΒΑΖΩ, λίγο πριν κλείσει οριστικά. Το κείμενο είχε γραφτεί μια ανάσα πριν τις εκλογές του '12 με αφορμή τη σύγκρουση του Π. Τατσόπουλου σε τηλεοπτική "συζήτηση" με τον μετέπειτα πρόεδρο του ΤΑΙΠΕΔ, Στ. Σταυρίδη, ο οποίος -για όσους θυμούνται- αποπέμφθηκε κακήν κακώς, όταν αποδείχτηκε ότι είχε ταξιδέψει με το λίαρ τζετ του Δ. Μελισσανίδη λίγο καιρό μόλις μετά την ιδιωτικοποίηση του ΟΠΑΠ.

Πέμπτη 2 Ιανουαρίου 2014

Ashes to ashes


Οι στάχτες του Λιούις ταξίδεψαν -παρανόμως- πάνω από τον Ατλαντικό κλεισμένες μέσα σ' ένα μικρό τάπερ, τυλιγμένο σε πλαστική σακούλα, στριμωγμένο ανάμεσα στα εσώρουχα της Μιλένας. Επιθυμία του ήταν ένα μέρος τους να σκορπιστεί στο πατρικό του, στο Μέιν, κι ένα άλλο, μικρότερο, να σκορπιστεί στην αγαπημένη του Νίσυρο.
Μαζευτήκαμε καμιά εικοσαριά πίσω από το κουφάρι του εγκαταλειμένου ξενοδοχείου, στην άκρη του χωριού. Συγκινημένοι όλοι. Η Μιλένα έβγαλε τη σακούλα, χωρίς να μπορέσει να αποφύγει μια κακία για την επιλογή του τάπερ. Πίστευε ακράδαντα πως αποτελούσε ένα κακόγουστο εκδικητικό αστείο εκ μέρους της Βάλερι, της δεύτερης γυναίκας τους Λιούις, που, με τη σειρά της, πίστευε πως η κόρη τους, η πεντάχρονη Λέιλα, είχε αδικηθεί στη μοιρασιά απέναντι στον Άαρον, τον εικοσιδυάχρονο γιο του Λιούις από τον πρώτο του γάμο.
Το ταπεινό τάπερ παραδόθηκε ευλαβικά στον Τζιοβάνι, που είχε υπάρξει φοιτητής και μετέπειτα στενός φίλος του μακαρίτη. Ο Τζιοβάνι μπήκε στο νερό μέχρι τα γόνατα και αφού σιγουρεύτηκε για την κατεύθυνση του ανέμου -οι περισσότεροι από τους παρόντες, ως κινηματογραφιστές, είχαν υπόψη τους τη σχετική σκηνή από τον Μεγάλο Λεμπόφσκι- σκόρπισε, παρανόμως μεν τελετουργικά δε, τις λιγοστές στάχτες (υπολόγισα ότι αντιστοιχούσαν, ας πούμε, σ’ ένα πόδι) στην ακρογιαλιά των Πάλων.
Κάποιοι είπαν από δυο κουβέντες, ο Τζιοβάνι αποφόρτισε το κλίμα με ένα μετρημένο αστείο, κάποιοι έμειναν να κοιτάνε τα νερά, ενώ κάποιοι άλλοι πήραν αργά, όπως άρμοζε στην περίσταση, τον δρόμο της επιστροφής.

Το επόμενο βράδυ, φάγαμε φρέσκο φαγκρί στην Αστραδενή. Το είχε βγάλει εκείνο το πρωί ο Στεφανής, ο αδερφός της. Μοιραστήκαμε το κεφάλι με τον Τζιοβάνι. Κοιτώντας τον να γλείφει μεθοδικά τα δάχτυλά του δεν μπόρεσα να αποφύγω τη σκέψη πως ίσως και να μεταλαμβάναμε τον πρόωρα χαμένο φίλο μας.  


ΥΓ: Ακόμα ένα Σουβενίρ από την Κόλαση.

Τετάρτη 1 Ιανουαρίου 2014

Ευχές


Σύμφωνα με μια πρόσφατη δημοσκόπηση πάνω από τους μισούς κατοίκους της χώρας δηλώνουν πως θα έφευγαν, αν τους δινόταν η ευκαιρία. Όπως και οι κάτοικοι του πανέμορφου, μισοερειπωμένου χωριού της Νισύρου, όπου τραβήχτηκε η παραπάνω φωτογραφία. 

Εύχομαι η ευφάνταστη προστακτική της πινακίδας να μην εκληφθεί ως προτροπή υλοποίησης της δημοσκοπικής απειλής, αλλά ως πικρό χιούμορ και μόνον. 

Εκτός κι αν θεωρήσουμε πως απευθύνεται στη διάχυτη απαισιοδοξία, τον φόβο και τη μιζέρια... Ναι, καλύτερα έτσι!