Ένα από τα αγιάτρευτα προβλήματα αυτής τη χώρας είναι οι «ταξιτζήδες».
ΠΡΟΣΟΧΗ: με τον όρο «ταξιτζήδες»
δεν εννοώ εκείνους τους ανθρώπους που απλώς οδηγούν ταξί (ειλικρινά, λειώνει
από τον πόνο η καρδιά μου κάθε φορά που βλέπω τις ουρές που σχηματίζονται πλέον
στις πιάτσες).
Με τον όρο «ταξιτζήδες» εννοώ εκείνους που, ενώ απλώς οδηγούν «ταξί»,
συμβαίνει να γνωρίζουν τα πάντα – από τις βαθύτερες αιτίες των άλυτων προβλημάτων
ως και τις λύσεις τους –φυσικά–, λύσεις που είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο πως
θα έφερναν απτά αποτελέσματα εντός εικοσιτετραώρου, αν υποθέσουμε ότι το
κατεστημένο έδινε μια ευκαιρία στον «ταξιτζή»…
Δουλειά του κατεστημένου όμως είναι να μη δίνει ευκαιρίες,
αυτό το ξέρει κάθε «ταξιτζής» που σέβεται τον εαυτό του (εδώ ξέρει τα πάντα,
αυτό δεν θα ’ξερε).
Γι’ αυτό, όπως θα καταλάβατε, τα προβλήματα παραμένουν άλυτα
και οι –πάσης φύσεως– «ταξιτζήδες» εξακολουθούν απλώς να οδηγούν ταξί.
Για τα περισσότερα από τα σοβαρά ζητήματα που ταλανίζουν τους
πολίτες αυτής της χώρας δηλώνω αναρμόδιος έως άσχετος. Για το ασφαλιστικό, επί παραδείγματι,
μπορώ να εκφέρω γενικόλογες μάλλον απόψεις, κυρίως για το πώς φτάσαμε ως εδώ
και, συνήθως, μέσα από συγκεκριμένα παραδείγματι. Επ’ ουδενί όμως ισχυρίζομαι
ότι μπορώ να συνεισφέρω στη λύση του. Τα ίδια και για το φορολογικό ή το
προσφυγικό ή το ζήτημα των αδειών των τηλεοπτικών καναλιών.
Επιτρέψτε μου ωστόσο να νομίζω ότι ξέρω λίγο περισσότερα για
ζητήματα όπως ο ελληνικός κινηματογράφος, ας πούμε.
Μετά από μια τέτοια βαρύγδουπη δήλωση δεν μπορεί παρά να
ακολουθήσει ακόμα μία: ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα του ελληνικού κινηματογράφου είναι οι «ταξιτζήδες».
Θα εξηγηθώ: Κατ’ αρχάς, «ταξιτζήδες» θα συναντήσει κανείς ανάμεσα στους σκηνοθέτες,
τους σεναριογράφους (ναι, ακόμα και ανάμεσα σε αυτούς τους ελάχιστους), τους ηθοποιούς
και πάει λέγοντας.
Περισσότερους «ταξιτζήδες» θα συναντήσει ανάμεσα σε εκείνους
που διαχειρίζονται τα του ελληνικού κινηματογράφου από θεσμικά πόστα.
Αφορμή όμως γι’ αυτό το ξέσπασμα αποτελούν οι «ταξιτζήδες»
που θα συναντήσει κανείς ανάμεσα σε εκείνους που απλώς γράφουν για τον ελληνικό
κινηματογράφο.
Ένας απ’ αυτούς είδε το «Suntan» του Αργύρη Παπαδημητρόπουλου και αναφώνησε (μεταξύ άλλων):
το πρόβλημα της ταινίας είναι το σενάριο και το πρόβλημα του σεναρίου είναι ότι
δεν έχει τέλος.
Πρόκειται για ψέμα. Συνειδητό ή όχι δεν έχει καμιά
σημασία. Θα ήμουν διατεθειμένος, στη
μνήμη του Βολταίρου, να κάτσω να συζητήσω με τις ώρες πιθανά και απίθανα
σεναριακά προβλήματα της ταινίας – ασχολούμαι επαγγελματικά με το σενάριο
περισσότερα από είκοσι πέντε χρόνια κι αυτό μου δίνει το δικαίωμα –νομίζω– αλλά
και τη χαρά να μπαίνω σε τέτοιου είδους συζητήσεις.
Σε καμιά περίπτωση όμως δεν θα δεχόμουν να συζητήσω αν έχει
ή δεν έχει τέλος η ταινία. Θα παρέπεμπα τον συνομιλητή μου στον Αριστοτέλη και
την Ποιητική, όπου τόσο η αρχή όσο και το τέλος μιας δραματικής αφήγησης
ορίζονται με απίστευτη καθαρότητα.
Το τέλος του «Suntan» είναι μια χαρά τέλος – κι αν δεν μπαίνω σε λεπτομέρειες
είναι για να μη χαλάσω τη χαρά του μελλοντικού θεατή της ταινίας.
Ο εν λόγω «ταξιτζής», βέβαια, προφητεύει πως η ταινία δεν θα
έχει θεατές (η αλήθεια είναι πως κάνει ό,τι μπορεί γι’ αυτό), αλλά εγώ
νοιάζομαι και για τους λίγους που θα τολμήσουν να αμφισβητήσουν την αυθεντία
του.
Συνήθως προσπερνώ τέτοιου είδους άστοχα και κακεντρεχή
κείμενα. Σχολιάζοντάς τα το μόνο που καταφέρνεις είναι απλώς να πολλαπλασιάσεις
την ηχώ τους.
Ο λόγος που το κάνω εδώ είναι διπλός:
Τυχαίνει να έχω δει το «Suntan» πριν διαβάσω το κείμενο –κάτι που δεν μου συμβαίνει συχνά–
και θεωρώ πως πρόκειται για μια εξαιρετική ταινία από κάθε άποψη – και σεναριακή.
Ούτε αυτό θα ήταν αρκετό όμως.
Αυτό που με ώθησε να γράψω ετούτο το κείμενο είναι ότι προ
ημερών έτυχε να διαβάσω τις απόψεις ενός ακόμα «ταξιτζή».
Ετούτος ο δεύτερος «ταξιτζής» κάνει μια σειρά από
ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις για να καταλήξει πως το πρόβλημα του ελληνικού
κινηματογράφου είναι η παιδεία. Παιδεία που λείπει από τους κινηματογραφιστές,
παιδεία, όμως, που δεν διαθέτουν ούτε οι θεατές…
Ήμουν έτοιμος να πανηγυρίσω που κάποιος, επιτέλους,
αποφάσισε να μη χαριστεί στον περιούσιο λαό, αλλά το μάτι μου είχε κολλήσει σε
δύο φράσεις. Τις παραθέτω αυτούσιες:
- Αυτό που εννοούν … είναι ότι
χρειάζεται να βοηθηθούν μέσα απ’ τη δημιουργία μιας στιβαρής δομής, στην οποία
θα (αλληλο)εκπαιδεύονται για να κάνουν καλύτερες ταινίες. Εμπορικότερες,
λαϊκότερες, διαφορετικότερες, απλούστερες ή περιπλοκότερες, ελληνικότερες ή διεθνότερες ταινίες, ό,τι μπορεί να
σημαίνει το «καλύτερες» για τον καθένα.
Σημ: το «διεθνότερες»
το υπογράμμισα εγώ.
- Ακόμη κι αν οι Έλληνες
κινηματογραφιστές αρχίσουν ξαφνικά να κάνουν μοναχά αριστουργήματα, θα αρχίσουν
ξαφνικά οι Έλληνες θεατές να πηγαίνουν μόνο στο ελληνικό σινεμά; … Κινηματογραφική παιδεία δεν είναι οι
Έλληνες να κάνουν καλύτερο σινεμά (που είναι βεβαίως θεμιτό, αλλά αποτελεί
εκπαίδευση κι όχι παιδεία). Κινηματογραφική παιδεία είναι οι Έλληνες να βλέπουν
περισσότερο σινεμά.
Σημ: η υπογράμμιση κι
εδώ είναι δική μου,
αν και το συγκεκριμένο απόσπασμα χρησιμοποιείται
ως
ενδιάμεσος τίτλος στο συγκεκριμένο άρθρο.
Τα δύο δημοσιεύματα με ανάγκασαν να θυμηθώ πως το σοβαρότερο
πρόβλημα αυτής της χώρας είναι οι «ταξιτζήδες».
Εκείνοι οι παντογνώστες
εξυπνάκηδες που μας κουνάν το δάχτυλο
και μας βάζουν στη θέση μας.
Εκείνοι που δεν βλέπουν το τέλος της ταινίας, αλλά, ταυτοχρόνως, δεν βλέπουν ότι τέλος δεν έχει και η άγνοιά τους.
Εκείνοι που θεωρούν ότι έχουν δικαίωμα να μιλούν για
παιδεία που θα φέρει «διεθνότερες» ταινίες.
Εκείνοι που θεωρούν ότι θα βάλουν σε
τάξη τον ελληνικό κινηματογράφο, ενώ είναι ολοφάνερο πως δεν μπορούν να
συντάξουν μια πρόταση.
Η δική μου πρόταση είναι η εξής:
Απλώς ας οδηγήσουμε ο καθένας το ταξί του με σύνεση και
ταπεινότητα, με σεβασμό στον κώδικα οδικής κυκλοφορίας και τις υποδείξεις των
τροχονόμων, για να αποφύγουμε τις αχρείαστες συγκρούσεις.
Στο τέλος θα κληθούμε
όλοι μας να πληρώσουμε τα σπασμένα…